Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Αποκαλύπτεται και στον καθένα μας ο Θεός; (Τρόποι εμφάνισης του Θεού στη ζωή μας)


Αποκαλύπτεται και στον καθένα μας ο Θεός; (Τρόποι εμφάνισης του Θεού στη ζωή μας)
Ο Θεός με ποικίλους τρόπους βοηθά τον κάθε άνθρωπο να βρει το δρόμο της σωτηρίας του: «Ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να μάθουν πλήρως την αλήθεια» (Α΄ Τιμ. 2, 4).
Ο Θεός μιλάει στις καρδιές πολλών ανθρώπων και τις ελκύει κοντά Του μέσω συνανθρώπων (γονέων, δασκάλων, φίλων, κ.τ.λ.) και άλλες φορές μέσω έντονων καταστάσεων (ασθενειών, αποτυχιών, κινδύνων θανάτου, θανάτου αγαπημένων προσώπων, κ.τ.λ.).

Πολλές φορές ακούμε να γίνονται θαύματα θεραπειών μπροστά σε λείψανα ή εικόνες αγίων. Στην Παναγία της Τήνου, στον άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα κι αλλού. Επειδή το θαύμα φανερώνει άμεσα την παρουσία του Θεού, πολλοί συγκινούνται, στρέφονται προς το Θεό και ζουν στο εξής θεάρεστα.
Πολλοί άνθρωποι, καθώς προσεύχονται, αισθάνονται ανεξήγητη παρηγοριά στις θλίψεις τους, αλάνθαστο φωτισμό στα διλήμματά τους και ανέκφραστη πνευματική αγαλλίαση. Όλα αυτά τα βιώματα είναι καρπός της χάρης του Θεού, που έρχεται στον προσευχόμενο.
Άλλοι, όταν εξομολογούνται, αισθάνονται την ψυχή τους ανάλαφρη από τα βάρη των ενοχών και πολύ χαρούμενη.
Πολλοί, όταν κοινωνούν με καθαρή ψυχή, ζουν την παρουσία του Θεού, βλέπουν ουράνιο φως και αγγέλους.
Όλα αυτά τα βιώματα δεν περιγράφονται, αλλά βιώνονται. Ο Θεός προσφέρει αυτές τις όμορφες εμπειρίες, για να ωθήσει τον αναζητητή Του σε μεγαλύτερη αγάπη προς Αυτόν και εντονότερο πνευματικό αγώνα.
Ο έφηβος ξεπερνά την απλοϊκή παιδική πίστη και προχωρά στη συνειδητή ώριμη πίστη όχι τόσο μέσα από τη λογική, αλλά κυρίως μέσα από τα βιώματα της επικοινωνίας του με το Θεό, με την προσευχή και τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας.
Η συνάντηση με έναν άγιο ζωντανό αποτελεί για πολλούς συγκλονιστικό γεγονός. Πολλοί που συναντήθηκαν με τον π. Παΐσιο τον Αγιορείτη, τον π. Πορφύριο της Αθήνας, τον π. Σωφρόνιο του Essex και τον π. Ιάκωβο της Εύβοιας στράφηκαν με ζήλο προς το Θεό.
Σπάνια ακούμε και το εξαιρετικό γεγονός να γίνονται εμφανίσεις του Χριστού, της Παναγίας, αγγέλων και αγίων σε αγωνιστές χριστιανούς. Στον άγιο ασκητή του Αγίου Όρους τον π. Παΐσιο, όταν ήταν μικρό παιδί, εμφανίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός, για να τον ενισχύσει στην πίστη, γιατί ένας άθεος προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν υπάρχει Θεός. Του είπε τότε ο Χριστός: «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η ζωή». Κανείς μετά την εμπειρία αυτή δεν μπορούσε να του κλονίσει την πίστη του προς το Χριστό.
Από το βιβλίο «Νεανικές Αναζητήσεις - Α’ Τόμος: Ζητήματα πίστεως» (σελ.27-29), Αρχ. Μαξίμου Παναγιώτου, Ιερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας Ρόδου

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Μαρτυρίες για τον γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή


Η κ.Μαρία Πετρούτσου (τ.Διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου), αφήνει την δική της μαρτυρία για τον Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή (1889–1970). Μας λέει τα εξής: 

«Γνώρισα τον Γέροντα Αμφιλόχιο όταν ήμουν μαθήτρια Γυμνασίου στην Κάλυμνο, καθώς και την Γερόντισσα Ευστοχία (την Ηγουμένη της Μονής του Ευαγγελισμού) όταν ήταν δασκάλα ακόμη.

Στην Πάτμο όταν έγινα δασκάλα κι εγώ, είχα την ευτυχία να τους πλησιάσω περισσότερο και να ζήσω μαζί τους εκείνες τις ευλογημένες αλλά και πολύ δύσκολες μέρες της αδελφότητας και τις δικές μου. Συνδεθήκαμε ιδιαίτερα καθώς συνεργαστήκαμε στο “Κρυφό Σχολειό” όταν το 1937 η Ιταλική Κυβέρνηση κατάργησε την Ελληνική Παιδεία και στα σχολεία τα Ελληνόπουλα της Δωδεκανήσου διδάσκονταν μόνο την Ιταλική γλώσσα.


Ο Γέροντας υπήρξε τότε για μένα το στήριγμα, ο απεσταλμένος του Θεού, ο παρηγορητής, ο ενισχυτής, ο σοφός συμπαραστάτης. Όταν η δική μου συνείδηση επαναστατούσε για τα όσα ήμουν υποχρεωμένη να λέω ή να κάνω στο δημόσιο τότε Σχολείο, όταν άγρια τρικυμία αναστάτωνε το είναι μου, έτρεχα στον Γέροντα να βρω ανακούφιση.


“Δεν αντέχω άλλο, Γέροντα!”, του έλεγα με λυγμούς, “Θα παραιτηθώ!”. 

Εκείνος, με άκουγε ψύχραιμος αλλά κατά βάθος υπέφερε μαζί μου. Μου έλεγε: “Εε! Να παραιτηθείς, Μαρία! Να μείνουν τα Ελληνόπουλα μόνα τους μαζί με τους Ιταλούς δασκάλους (ήμουν η μοναδική Ελληνίδα στο δημόσιο Σχολείο). Εσύ θα ησυχάσεις κι εκείνα δεν θα βλέπουν πια έναν άνθρωπο δικό τους να βρίσκεται κοντά τους!”.
Έτσι, με βοηθούσε να βλέπω το βαθύτερο νόημα του σταυρού μου και να τον αισθάνομαι ελαφρότερο.


Όταν ήταν αργία, πήγαινα με τα παιδιά στην εξοχή για να μαζέψουμε χόρτα και 

αγριολούλουδα, με σκοπό να περάσουμε και από την Μονή του Ευαγγελισμού για να τον συναντήσουμε, να τα συμβουλέψει, να τα εξομολογήσει.

Η Γερόντισσα της Μονής του Ευαγγελισμού, Ευστοχία, μας μάθαινε τραγούδια 
εθνικού και θρησκευτικού περιεχομένου και εκκλησιαστικούς ύμνους. Μερικοί τους έλεγαν ότι οι επισκέψεις μας εκεί στο Μοναστήρι ήταν επικίνδυνο πράγμα. Αλλά εκείνοι, δεν λογάριαζαν τίποτα.

Συμφωνώ απόλυτα με ένα ξένο περιοδικό που αποκάλεσε τον Γέροντα “πολύκορφο όρος”. Με εξέπληττε η ευρύτητα του πνεύματός του, παρά το αυστηρό ασκητικό του ήθος. 

Ένα, μόνο παράδειγμα θα δώσω:
Κάποτε μια μοναχή πήγε και του είπε για μένα τα εξής:
“Γέροντα! Δεν της λες να καθίσει να παρακολουθήσει τον Εσπερινό, αντί να τρέχει πέρα στα βουνά;”.
Η απρόσμενη απάντησή του, ήταν αυτή:
“Άφησέ την! Αυτή εκεί πάνω συναντά τον Θεό!”.

Ποτέ δεν δυσανασχέτησε για τον θόρυβο και την ανησυχία που δημιουργούνταν
 από τα παιδιά, όποτε πηγαίναμε εκδρομή εκεί στο Μοναστήρι. Η απεριόριστη 
αγάπη του γι’ αυτά, τα έβλεπε όλα ωραία. Άλλωστε, ήταν πολύ ισχυρός ο πόθος του να τα νιώθει να βρίσκονται όλα κοντά στον Χριστό.

Στις συζητήσεις μας, κατά την εξομολόγηση, θαύμαζα την ψυχολογική του 
εμβάθυνση. Συχνά σκεφτόμουν: “Ο Γέροντας μιλάει σαν να έχει μελετήσει την ψυχολογία του βάθους”. Αλλά και μήπως οι νηπτικοί μας Πατέρες δεν μίλησαν γι’ αυτά τα φαινόμενα, αιώνες πριν από τους ψυχολόγους;...».
«ΦΙΛΟΙ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ;…»
Σύμφωνα με την μαρτυρία της κ.Μαρίκας Κουφάκη, «συνέβη κάποτε να δημιουργηθεί ένα απόστημα στο πόδι του Γέροντα Αμφιλόχιου. Βρισκόταν τότε στην Πάτμο. Τον εξέτασε γιατρός και του είπε ότι έπρεπε να χειρουργηθεί
επειγόντως. Αυτό όμως θεραπεύτηκε θαυματουργικά, όπως μου το διηγήθηκε ο ίδιος ο Γέροντας, όταν τον συνάντησα αργότερα στην Αθήνα. Τον ρώτησα:
–Γέροντα, πώς εξαφανίστηκε το απόστημα;
–Ο Άγιος Νεκτάριος με έκανε καλά, μου απαντά.
–Τον είδατε τον Άγιο Νεκτάριο εσείς; Πώς έγινε;
–Ευλογημένη! Φθάνουν τα δικά μου μάτια ως εκεί (του να βλέπω τον Άγιο); Τα γυαλιά μου (που φοράω) βλέπουν αυτά (τα πράγματα);
Εγώ, επέμενα.
–Πείτε μου· πώς έγινε το θαύμα;
–Να, όταν ο γιατρός έκανε την διάγνωση, το βράδυ που έμεινα μόνος μου, ζήτησα από τις αδελφές να μου ανεβάσουν στον Πύργο το λείψανο του Αγίου.
Και όταν μείναμε μόνοι, του είπα:
–“Φίλοι, δεν είμαστε; Σε παρακαλώ, τώρα να με βοηθήσεις!”.
Και το πρωί, δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο μια μελανή κηλίδα.
Έτσι, είδα και το πόδι του εκείνη την στιγμή. Είδα την μελανή κηλίδα, που δεν είχε ούτε ερεθισμό ούτε φλεγμονή…».
«Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ…»
Σύμφωνα με την μαρτυρία της μακαριστής Αρσενίας Μοναχής, «κάποτε ο Γέροντας Αμφιλόχιος βρισκόταν στην Αθήνα και πήγαινε να συλλυπηθεί μια οικογένεια που πρόσφατα είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της. Στην αρχή της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια, τον σταματά ένας νέος, τον πιάνει από τον ώμο και του λέει:
–Παπά, εσύ πιστεύεις στον Θεό;
Ο Γέροντας τον κοιτάζει με έκπληξη και με συγκίνηση και του απαντά:
–Παιδί μου· η Χάρη του Θεού είναι για όλους τους ανθρώπους.
–Παπά μου, χάνομαι! Βοήθησέ με!
Τότε ο Γέροντας στέλνει αυτόν που τον συντρόφευε στο σπίτι της οικογένειας, όπου στο μεταξύ είχαν φτάσει, για να ρωτήσει αν υπάρχει ένα ιδιαίτερο δωμάτιο για να εξομολογήσει τον άγνωστο. Πράγματι, παραχωρήθηκε το κατάλληλο δωμάτιο και ο Γέροντας παρέμεινε για πολύ μαζί του. Στο τέλος, όταν άνοιξε η πόρτα και βγήκαν, ήταν και οι δύο τους κατασυγκινημένοι και με την ιλαρότητα διάχυτη στο πρόσωπό τους. Ο άγνωστος, στην μορφή του Γέροντα είδε κάτι το ξέχωρο και αγκιστρώθηκε από αυτόν για να βρει τελικά τον Χριστό.
Ο Γέροντας, φιλοξενούσε ακόμη και τους εχθρούς.
Ακόμη και στην στεναχώρια, γελούσε. Μετά, έπαιρνε στάση σοβαρότητας και έλεγε:
–“Με τον παραστρατημένο τον άνθρωπο, ποτέ να μην έρθεις σε διένεξη, γιατί θα τον χάσεις. Άφησέ τον να σκεφτεί καλύτερα, ηρεμότερα”.
Τί ηρεμία είχε αυτός ο άνθρωπος! Τί σκέπη ήταν εκείνη!...».
«ΕΛΕΝΗ, ΠΟΥ ΠΑΣ; ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΗΡΘΑ!»
Σύμφωνα με την μαρτυρία του μακαριστού Αρχιμ. π.Παύλου Νικηταρά, «κάποτε ενώ βρισκόταν ο Γέροντας στο κελλί του στην Πάτμο, ακούει κάποια Ελένη από την Ικαρία να τον φωνάζει να πάει γρήγορα να την σώσει. Δεν χάνει καιρό, κατεβαίνει στο λιμάνι του νησιού και, από θαύμα, βρίσκει ιστιοφόρο που έφευγε για την Ικαρία. Θαλασσοδαρμένος, φτάνει στον προορισμό του και ρωτάει αν υπάρχει κάποια Ελένη χήρα και πληροφορείται ότι πριν από μέρες έχασε τον άντρα της· αμέσως ρώτησε να μάθει τον δρόμο που οδηγεί στο σπίτι της. Δεν ζήτησε να αναπαύσει το κουρασμένο του σώμα, αλλά βιάζεται χωρίς καμμία καθυστέρηση, γιατί η φωνή της Ελένης τον ενοχλεί.
Εκεί που βάδιζε, βλέπει μια έξαλλη γυναίκα να τρέχει απελπισμένη. Αμέσως, την φωνάζει με τ’ όνομά της και της λέει:
–Ελένη, που πηγαίνεις; Για σένα, ήρθα!
Και η πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τον Πνευματικό, σκέφτεται αυτό που θα έκαμνε και εξομολογείται ότι, την στιγμή εκείνη, πήγαινε να πνιγεί στην θάλασσα.
Το θαύμα έγινε και η γυναίκα σώθηκε!...».
Ο μακάριος Γέροντας, ήταν αυτό που συχνά έλεγε ο ίδιος:
«Ο Χριστιανός, είναι πραγματικά άνθρωπος. Ξέρει όλους τους τρόπους της ευγενείας. Δεν θέλει να λυπήσει κανένα!».
Γι’ αυτό και η αγάπη του, τον ωθούσε να διαβεβαιώνει όσα ιερά αισθήματα ένιωθε για όλους τους αδελφούς του, για όλα τα παιδιά του:
«Παράδεισο, χωρίς εσάς παιδιά μου, δεν τον θέλω!».

Μητροπολίτου Αυλώνος Ιγνατίου Τριάντη: «Ο Γέροντας της Πάτμου», κεφ. κβ΄, σελ. 447, 449,483–484, 486–487, 494–495, 497–498, Ιερά Μονή «Ευαγγελισμός Μητρός Ηγαπημένου», Πάτμος 2004./π.Δαμιανὸς Σαράντης
You might also like:

Το αμάρτημα της ιεροκατηγορίας


Ἕνα ἁμάρτημα πολύ μεγάλο, πολύ βαρύ καί πολύ διαδεδομένο σήμερα εἶναι ἡ iεροκατηγορία. Καθημερινά ἀκοῦμε ἤ διαβάζουμε κατηγορίες ἐναντίον iερωμένων προσώπων, ἄλλοτε ἀληθινές, ἄλλοτε ψεύτικες, ἐπινοήσεις τῆς αἰσχρῆς φαντασίας πονηρῶν ἀνθρώπων, πάντοτε ὅμως ἄδικα καί ἀδικαιολόγητα. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι πού θά κατηγορήσουμε, πού θά καταδικάσουμε τόν ὁποιοδήποτε ἀθῶο ἤ ἔνοχο ἀκόμη, πολύ δέ περισσότερο ἀνθρώπους πού εἶναι κοσμημένοι καί προικισμένοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν χάρη τῆς Ἱερωσύνης. Εἶναι ἁμάρτημα πού πλήττει βαριά τήν ψυχή καί (ὅπως θά δοῦμε παρακάτω) ἐπιφέρει μεγάλη τιμωρία καί συμφορές σ᾿ αὐτόν πού τό διαπράττει.

  Εἶναι ἁμάρτημα καί τῶν εὐσεβῶν ἀκόμη ἀνθρώπων. Ἐκείνων πού τακτικά ἐκκλησιάζονται, πού δῆθεν ἐξομολογοῦνται καί κοινωνοῦν, πού κάνουν πολλούς σταυρούς καί μεγάλες μετάνοιες καί περιφέρονται μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι. Ἄν εἶναι ψέμα καί ὑπερβολή ὅλα ὅσα λέμε, ἄς ἀναλογισθοῦμε πόσες φορές κι᾿ ἐμεῖς πέσαμε σ᾿ αὐτό τό μεγάλο ἁμάρτημα. Θά διαπιστώσουμε ὅτι ὄχι μόνο μία ἤ δύο, ἀλλά πολλές φορές διαπράξαμε τό φοβερό αὐτό καί θεομίσητο ἔγκλημα καί δυστυχῶς οὔτε τό ἐξομολογηθήκαμε, οὔτε τό σταματήσαμε. 
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Χαράλαμπος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους: Τά σαρκικά ἁμαρτήματα εἶναι φανερά καί εὐδιάκριτα καί ὅλοι τά ἐξομολογοῦνται, ὅπως καί ἄλλα χοντρά ἁμαρτήματα φόνους, ληστεῖες, κλοπές, ἀπάτες κ.ἄ. Ὅμως ὑπάρχουν καί μερικά δυσδιάκριτα μέν, ἀλλά θανάσιμα ἁμαρτήματα. Πολλοί πού ἐξομολογοῦνται οὔτε κἄν τά ὑποψιάζονται γιά ἁμαρτήματα, ὅπως ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκρισις, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνια, ἡ καταπίεσις, ἡ ἀδικία κ.ἄ.

Στήν Ἁγία Γραφή καί πιό συγκεκριμένα στό πρῶτο βιβλίο τῶν Παραλειπομένων (Κεφ.16, στίχ.22) ὁ Θεός δίνει μία σπουδαία ἐντολή καί ἀπαιτεῖ νά τήν σεβαστοῦμε, νά τήν ἐφαρμώσουμε. Μή ἄψησθε τῶν χριστῶν μου καί ἐν τοῖς προφήταις μου μή πονηρεύεσθε. Μή πειράζετε τούς ἁγίους μου, αὐτούς πού ἔχρισα μέ Πνεῦμα Ἅγιο καί τούς κατέστησα ἱερούς καί σεβαστούς. Καί μή κάνετε κακό στούς προφῆτες μου. Μή λέτε καί μή κάνετε πονηρά εἰς βάρος τους. Μή τούς κατηγορεῖτε, μή τούς κατακρίνετε, μή τούς προσβάλετε, μή μιλᾶτε καί μή διαδίδετε πράγματα πού τούς μειώνουν καί τούς ἐξευτελίζουν μπροστά στά μάτια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Τό ἱερό Εὐαγγέλιο, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ θεοφόροι Πατέρες τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπουν καί μᾶς διδάσκουν νά μή κατακρίνουμε κανέναν. Ἡ κατάκρισις εἶναι φοβερό ἁμάρτημα.
Ὁ Θεός Πατήρ έδωσε τήν κρίση στόν Υἱό, γιά νά κρίνει Ἐκεῖνος τόν κόσμο. Ἔρχεται τώρα ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του παίρνει τήν θέση καί τήν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά κρίνει. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν κατέκρινε κανένα, οὔτε καί αὐτήν τήν μοιχαλίδα, τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Ἴσα-ἴσα τήν συγχώρησε, τήν σκέπασε, τήν εὐλόγησε καί τῆς συνέστησε στό ἑξῆς νά μή ἁμαρτάνει. Ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι δέν ἦρθε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σώσει τόν κόσμο. Ἡ κρίσις θά γίνει κατά τήν δευτέρα Του παρουσία.
 Καί ἐμεῖς κατακρίνουμε καί καταδικάζουμε μέ τόση εὐκολία καί προχειρότητα ἀκόμη καί τούς Ἱερεῖς, πρᾶγμα πού λέγεται ιεροκατηγορία καί εἶναι πολύ χειρότερο καί βαρύτερο ἀπό τήν κατάκριση.

 
Λέγει ὁ Αγιος Δωρόθεος, ἡ κατάκριση εἶναι τόσο μεγάλη καί βαριά ἁμαρτία, πού ξεπερνάει σχεδόν κάθε ἁμαρτία. Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς καταδικάσθηκε ἀπό τόν Θεό, ὅταν γύρισε τό βλέμμα του στόν τελώνη καί εἶπε, δέν εἶμαι σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος, δέν μποροῦμε νά ξέρουμε πόσο ἀγωνίζεται κατόπιν ὁ κάθε ἄνθρωπος πού πέφτει στήν ἁμαρτία, πόσα πικρά δάκρυα χύνει γι᾿ αὐτό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ἐμεῖς καθόμαστε καί τόν κατακρίνουμε καί κολάζουμε τήν ψυχή μας. Ἐμεῖς μάθαμε γιά τήν ἁμαρτία του, δέν πήραμε εἴδηση τήν μετάνοιά του. Ὁ Θεός βλέπει τόν κόπο του, τόν πόνο καί τήν θλίψη του καί τόν ἐλεεῖ, τόν συγχωρεῖ, τόν ἔχει γιά τόν παράδεισο, ἐνῷ ἐμεῖς τόν ἔχουμε γιά τήν κόλαση.
Ἡ κατάκριση εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, διότι φανερώνει ὅτι δέν ἔχουμε ἀγάπη, ἀλλά κακία καί ὅτι εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Ἄνθρωπος χωρίς ἀγάπη δέν μπορεῖ νά λέγεται χριστιανός, νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἔχει καί ἐγωϊσμό, τότε ἔχασε τήν ὅποια χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δίδωσι χάριν. 

Ἡ ιεροκατηγορία γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη ἁμαρτία, διότι στρέφεται ἐναντίον τῶν ιερωμένων, πού μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιοι καί τίμιοι.
 Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τούς κληρικούς πού κατοικοῦν στή γῆ καί διαμένουν σ᾿ αὐτήν, ὁ Θεός τούς ἐμπιστεύθηκε νά διευθύνουν τά πράγματα τοῦ οὐρανοῦ. Καί τούς ἔδωσε τόσο μεγάλη ἐξουσία, πού δέν ἔχουν οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχάγγελοι. Αὐτοί ἔχουν τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι οἱ ἄγγελοι. Αὐτοί τελοῦν τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, τήν Θεία Λειτουργία. Οἱ ἄγγελοι δέν τολμοῦν οὔτε νά δοῦν, οὔτε νά ἀτενίσουν τά τελούμενα, γι᾿ αὐτό σκύβουν κάτω στή γῆ καί καλύπτουν τά πρόσωπα μέ τά φτερά τους. 

Λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: Νά προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοί νά μή κατηγορεῖτε τούς παπάδες σας, νά μή τούς ὑβρίζετε καί νά μή τούς παραμελεῖτε, διότι βάνετε φωτιά καί καίεσθε. Διότι οἱ παπάδες εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους καί ἀπό τούς βασιλεῖς. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μέ λέγει νά κάμω. Ἐάν ἀπαντῶ ἕναν παπᾶ καί ἕναν βασιλέα, μέ φαίνεται εὔλογον τόν παπᾶ νά βάλω νά καθήσει ὑψηλότερα ἀπό τόν βασιλέα. Καί ἐάν ἀπαντήσω ἕναν παπᾶ καί ἕναν ἄγγελον, πρῶτα θά χαιρετήσω τόν παπᾶ καί ἔπειτα τόν ἄγγελον. Διότι εἶναι ἀνώτερος καί ἀπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν καί ἀπό τό ἅγιον Ποτήριον. Ἐγώ δέν ἔχω καμμιάν κατηγορίαν νά κάμω κατά τῶν παπάδων, διότι εἶναι παπάδες καί ἔχουν τόν Χριστόν ὁπού τούς παιδεύει καί ὅ,τι σφᾶλμα κάμουν ἔχει ὁ Χριστός ράβδον σιδηρᾶν δι᾿ αὐτούς.
Συνεχίζει πάνω σ᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου ἔχουν ἐξουσία νά δεσμεύουν, ἀλλά μόνο τά σώματα. Ἡ δέσμευση πού κάνουν οἱ Κληρικοί ἀγγίζει τήν ἴδια τήν ψυχή καί φτάνει στά οὐράνια. Οἱ γονεῖς πάλι φέρνουν παιδιά γι᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Οἱ Ἱερεῖς κάνουν πνευματικά παιδιά, ἄξια γιά τήν μέλλουσα ζωή.

Ἔλεγε ἕνας ἅγιος Γέροντας, ὅτι αὐτός πού δέν κατακρίνει τόν ἀδελφό του εἶναι σημάδι σεσωσμένου ἀνθρώπου. Εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ἀνήκει στίς τάξεις τῶν σεσωσμένων ἀνθρώπων, ὅτι εἶναι καθαρός καί ἕτοιμος γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Ἄς δοῦμε στή συνέχεια κάποια περιστατικά πού δείχνουν τό μεγάλο ἁμάρτημα τῆς Ἱεροκατηγορίας καί τίς βαριές τιμωρίες πού ἐπισύρει ἡ προσβολή κατά τῶν Ἱερωμένων.

Τό πρῶτο παράδειγμα ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Αὐτός ὁ ἅγιος ἐφημίζετο ὅτι δέν κατακρίνει κανένα ἄνθρωπο καί μάλιστα μοναχό ἤ ἱερωμένο, διότι κάποια φορά τήν ἔπαθε καί τοῦ ἔγινε ἕνα καλό μάθημα.
Κάποτε ἕνας μοναχός κατέβηκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί πῆγε σ᾿ ἕνα μαγειρεῖο κάτι νά ψευτοφάει. Ἐκεῖ πού καθόταν, ἔρχεται καί πέφτει στά πόδια του μία γυναίκα. Πάτερ, σῶσε με, τοῦ εἶπε. Πάρε με τώρα καί πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μοναστήρι, μή με ξανακερδίσει πάλι ὁ διάβολος. Μόλις σέ εἶδα κάτι ἔγινε μέσα μου καί εἶπα νά σταματήσω τήν ἁμαρτία. Ἄν δέν μέ πάρεις ἀπ᾿ ἐδῶ πολύ φοβοῦμαι, ὅτι πάλι θά πέσω στήν αἰσχρή ἁμαρτία. Ὁ μοναχός βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Τί νά κάνει; Νά τήν πάρει μαζί του, τί θά πεῖ ὁ κόσμος; Νά τήν ἀφήσει ἐκεῖ, νά πέσει πάλι στά δίχτυα τῆς ἁμαρτίας, θά φταίει ὁ ἴδιος. Προτίμησε νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τήν πῆρε καί τήν ὁδήγησε σ᾿ ἕνα μοναστήρι. Ἡ γυναίκα αὐτή ἔγινε καλή μοναχή, ἔζησε μέ ἄσκηση καί ἀγώνα. Ἀκόμη ἐπιτελοῦσε καί θαύματα.
Ὅμως τό σούσουρο ἔγινε. Διαδόθηκε παντοῦ, ὅτι ὁ μοναχός γυρίζει ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ μέ μία γυναίκα τοῦ δρόμου. Πῆγαν κάποιοι καί τό εἶπαν στόν Πατριάρχη Ἰωάννη. Ἐκεῖνος τούς πίστεψε καί διέταξε νά τόν συλλάβουν καί νά τόν φέρουν μπροστά του. Διέταξε νά τόν μαστιγώσουν καί νά τόν ρίξουν στή φυλακή. Ὁ μοναχός, πού ἦταν ταπεινός καί πολύ πνευματικός ἄνθρωπος, τά ἀνέχθηκε ὅλα χωρίς νά διαμαρτυρηθεῖ καθόλου.
Τό βράδυ πού κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης βλέπει στόν ὕπνο του τόν μοναχό νά τοῦ λέει, ἅγιε Πατριάρχα, σοῦ ἀρέσει αὐτό; Καί ξεγυμνώνοντας τήν πλάτη του ἔδειξε τίς πληγές ἀπό τά μαστιγώματα. Ξύπνησε ἔντρομος ὁ Πατριάρχης καί λέει στόν διάκονό του, νά πάει νά φέρει τόν μοναχό ἀπό τήν φυλακή. Γιά νά δῶ, πάτερ, τήν πλάτη σου, τοῦ εἶπε. Ὁ μοναχός ἔκανε ὑπακοή καί ἔβγαλε τό ροῦχο του καί ξαφνικά, καθώς ἔπεσε τό ροῦχο του, εἶδε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅτι ὁ μοναχός εἶναι εὐνοῦχος, πού ἐσήμαινε ὅτι ἐκ φύσεως ἦταν ἀδύνατο νά ἁμαρτήσει. Ὁ Πατριάρχης ζήτησε ταπεινά συγγνώμη γι᾿ αὐτό πού ἔγινε καί ὁ μοναχός πῆγε στήν ἔρημο, στό ἀσκητήριό του. Μετά ἀπό αὐτό τό πάθημα ὁ Πατριάρχης ὑποσχέθηκε νά μή κατακρίνει ποτέ κανένα. 
Αὐτό τό ἔμαθε ἕνας ἀσκητής ὀνόματι Βιτάλιος καί εἶπε, θά δοκιμάσω τόν Πατριάρχη, ἄν πράγματι δέν κατακρίνει. Κατέβηκε καί αὐτός στήν Ἀλεξάνδρεια καί παρίστανε τόν ἄσωτο φορώντας τό ράσο του. Τήν ἡμέρα δούλευε στό λιμάνι καί τήν νύχτα πάγαινε σέ σπίτια ἁμαρτωλά. Ἔπαιρνε μία- μία τίς ἁμαρτωλές γυναῖκες, τίς ἔδινε χρήματα καί τίς ἔλεγε νά μείνουν καθαρές καί νά μή ἁμαρτήσουν. Ὁ ἴδιος ἔβγαζε ἀπό τόν τορβά του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας καί προσευχόταν ὅλη τήν νύχτα μέ δάκρυα, μετάνοιες καί κομποσχοίνια. Βλέποντας αὐτά τά πράγματα οἱ ἁμαρτωλές γυναῖκες, ἄρχισαν μία-μία νά μετανοοῦν καί νά ἀλλάζουν ζωή. Ἄλλες παντρευόντουσαν καί ζοῦσαν πλέον μέ σωφροσύνη καί ἄλλες πήγαιναν σέ μοναστήρι.
Τά στόματα ὅμως τῶν ἀνθρώπων δούλευαν. Ἔχυναν φαρμάκι κατά τοῦ μοναχοῦ. Ἔλεγαν πάλι στόν Πατριάρχη, συμμάζεψέ τον. Εἶναι ὁ χειρότερος μοναχός. Ἐξ αἰτίας του ὑβρίζεται ἡ Ἐκκλησία. -Μή κρίνετε τόν μοναχό, τούς ἔλεγε ἐκεῖνος. Ὁ μοναχός συνέχιζε τήν ἴδια τακτική καί κέρδιζε ἐπί πλέον ψυχές. Κάποια μέρα πού πῆγε στό λιμάνι, δῆδεν πάλι νά δουλέψει, ὅπως ἐνομίζετο, τόν πλησίασε ἕνας νεαρός καί τόν χαστούκισε. Θεομπαίχτη, τοῦ εἶπε, μέχρι πότε θά προσβάλεις τό σχῆμα σου; Τότε ὁ μοναχός Βιτάλιος τοῦ εἶπε, θά ἔρθει καιρός, πού αὐτό τό ράπισμα θά τό πάρεις πίσω καί θά τό ἀκούσει ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια. Ἔξω ἀπό τήν πόλι σ᾿ ἕνα κρυφό μέρος ἔχτισε ἕνα καλύβι καί πήγαινε ἐκεῖ γιά νά προσευχηθεῖ, χωρίς νά τόν παίρνουν εἴδηση.
Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε τό τέλος του, πῆγε σ᾿ ἐκεῖνο τό καλύβι, προσευχήθηκε γιά τελευταία φορά, ξάπλωσε, σταύρωσε τά χέρια του καί παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη τήν στιγμή ἀκούσθηκε ἕνας ἦχος, σάν ἕνα δυνατό ράπισμα πού τό ἄκουσε ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια καί μία φωνή ἀπευθύνθηκε σ᾿ ἐκεῖνον τόν νεαρό. Ἄθλιε νεαρέ, πάρε τό ράπισμα, πού σοῦ στέλνει ὁ μοναχός Βιτάλιος. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ὁ νέος ἐκεῖνος δαιμονίσθηκε. Γύριζε μέσα στήν πόλι καί φώναζε, ὁ Βιτάλιος εἶναι ἅγιος, ὁ Βιτάλιος ἔκανε θαύματα καί ἔσωσε αὐτές τίς ἁμαρτωλές γυναῖκες. Πῆγε ὁ Πατριάρχης μέ ὅλο τό Ἱερατεῖο καί προσκύνησε τό σεπτό λείψανο τοῦ Βιταλίου καί ἔβαλε κανόνα αὐστηρό σέ ὅσους κατηγόρησαν τόν ἅγιο μοναχό. 

Ἄλλο παράδειγμα, μᾶς τό διασώζει ὁ μακαριστός Καθηγούμενος Γαβριήλ ὁ Διονυσιάτης.
Ἔλεγε, εἶναι βαρύ ἁμάρτημα ἡ ἱεροκατηγορία καί ὁ χλευασμός τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν μακρά περίοδο τῶν 70 χρόνων, πού ἔζησα στόν εὐλογημένο αὐτό τόπο, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶδα πολλές τιμωρίες ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας. Σ᾿ ἕνα χειρόφραφο τῆς Μονῆς εἶδα τήν ἑξῆς διήγηση: 
Σ᾿ ἕνα χωριό, ἐνῷ ὁ γέροντας ἱερέας ἦταν κατά ἄλλα καλός καί ἰδιαίτερα φιλακόλουθος, εἶχε τό πάθος τῆς μέθης. Ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν Ἐκκλησία, κατευθυνόταν ἀπό τό πάθος του στά καφενεῖα καί μέ 2-3 ποτηράκια ζαλιζόταν, ἔχανε τόν ἑαυτό του. Ὁ ἀδελφός του πού τόν ἔβλεπε σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, ἔβγαινε στήν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ του καί τόν ἐμούτζωνε ἀπό πίσω μέ τό δεξί του χέρι.
Μετά ἀπό λίγο πέθανε ὁ ἀδελφός. Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια τόν ξέθαψαν καί βρῆκαν τό δεξί του χέρι ἄλιωτο. Τό ξαναέθαψαν σέ ἄλλο μέρος, ἀλλά καί πάλι τό βρῆκαν ἄλιωτο. Τότε μέ τήν συμβουλή τοῦ ἄλλου ἱερέως ἔβαλαν τό χέρι στόν Ναρθηκα τοῦ Ναοῦ καί πέρασαν ἀπό ἐκεῖ μπροστά ὅλοι οἱ συγχωριανοί, γιά νά τόν συγχωρήσουν, μήπως σάν ἔμπορος πού ἦταν ἔκανε ἀδικίες ἤ δέν ζύγιζε καλά αὐτά πού πουλοῦσε, ἀλλά καί πάλι τίποτε. Τό ξαναέθαψαν καί πάλι τίποτε, ἐξακολουθοῦσε τό χέρι νά παραμένει ἄλιωτο. Τότε ἕνας ἄλλος ἔμπορος πού ἦταν στό ἀπέναντι μαγαζί εἶπε τά καθέκαστα. Ὅτι δηλαδή πολλές φορές τόν εἶδε νά μουντζώνει τόν ἱερέα, ὁ ὁποῖος ὅπως εἴπαμε ἦταν καί ἀδελφός του. Παρακάλεσαν τόν ἱερέα νά κάνει τρισάγιο καί νά διαβάσει πάνω στό χέρι τήν συγχωρητική εὐχή. Μόλις ἔγινε αὐτό, ἀμέσως τό χέρι ἔλιωσε καί ἔμειναν τά ὀστά γυμνά.
Καί ἐρωτᾶ ὁ μακαριστός π. Γαβριήλ. Χρειάζονται σχόλια; Ἡ ὅποια κατάκριση, τά σχόλια, οἱ ἱεροκατηγορίες, οἱ διάφορες χειρονομίες εἰς βάρος τῶν ἱερέων, εἶναι πολύ μεγάλες ἁμαρτίες.

Καλά μᾶς τά λές, πάτερ, θά πεῖ κάποιος. Μά ἄν ὁ ἱερεύς δέν εἶναι καλός, εἶναι ἀνάξιος, θά τοῦ τήν χαρίσουμε; δέν θά ποῦμε τίποτε ἀφοῦ μᾶς προκαλεῖ; Ἐδῶ θά ποῦμε καί πάλι ὄχι. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε τό παραμικρό ἐναντίον κανενός. Πρῶτα-πρῶτα δέν ὑπάρχουν ἄξιοι καί ἀνάξιοι ἱερεῖς. Κάθε ἱερεύς χειροτονημένος κανονικά ἀπό κανονικό Ἀρχιερέα εἶναι ἄξιος καί κανονικός. Ἔχει τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, ἄν ὁ ἱερεύς εἶναι καλός καί τόν πάρουμε στό στόμα μας, εἶναι ἀναμμένο κάρβουνο καί θά μᾶς κάψει. Ἄν εἶναι κακός ὡς ἄνθρωπος, εἶναι κάρβουνο σβυσμένο καί τότε, ἄν ἀσχοληθοῦμε μέ αὐτόν, θά μᾶς μαυρίσει καί θά μᾶς μουντζουρώσει. Γιά τήν κόλαση νά εἶναι, γιά τό ἀνάθεμα νά εἶναι, δέν μποροῦμε νά τόν κατηγορήσουμε, γιατί ἔστω καί ἀναξίως ἔχει ἐπάνω του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί αὐτό τόν κάνει ἱερό καί ἀξιοσέβαστο.
Στό πάθος τοῦ Κυρίου ὁ Καϊάφας εἶπε μέ κακία βέβαια, ὅτι συμφέρει νά πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος γιά χάρη τοῦ λαοῦ, παρά νά χαθεῖ ὁλόκληρο τό ἔθνος τῶν Ἑβραίων. Σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅτι αὐτό δέν τό εἶπε ἁφ᾿ ἑαυτοῦ του, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἦταν ἀρχιερεύς ἐκείνης τῆς χρονιᾶς προεφήτευσε, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν ὡδήγησε νά πεῖ τά λόγια αὐτά. Βλέπετε, παρ᾿ ὅτι ἦταν διεφθαρμένος, γιά τό ἀνάθεμα ἦταν, γιά τήν κόλαση ἦταν, ἐνεργοῦσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Δέν προφήτευσε ὡς ἄξιος, ὡς ἄνθρωπος ἀρετῆς, ἀλλά ὡς ἀρχιερεύς τοῦ ἔτους ἐκείνου. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό καί μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση, πῶς πρέπει νά φερώμαστε καί στούς ἀναξίους.

Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀναφέρω κάποια λόγια τοῦ πατέρα μου. Ἤμουν δέκα ἐτῶν ὅταν πέθανε, ἀλλά ἐνθυμοῦμαι πολύ ζωηρά τά λόγια του. Ἔλεγε, συνάντησες ἕνα ἱερέα; Φίλα τό χέρι του, ζήτα τήν εὐχή του καί ἄς τον, φύγε. Μή ἀσχολεῖσαι ἄν εἶναι καλός ἤ κακός. Αὐτό εἶναι δουλειά τοῦ Θεοῦ.

 Κάτι ἀνάλογο ἔλεγε καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης μας Καλλίνικος. Ὁ ἱερεύς μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἴδιος γιά τήν κόλαση. Ὅμως ὅλους τούς ἄλλους μπορεῖ νά τούς βάλει στόν παράδεισο. Ἐμεῖς δέν ἐξετάζουμε τό ποιόν τοῦ ταχυδρόμου. Κοιτᾶμε τήν ἐπιταγή πού μᾶς φέρνει. Ἄν ὁ ταχυδρόμος δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος, θά ἀρνηθοῦμε νά παραλάβουμε ἀπό τά χέρια του τήν ἐπιταγή πού μᾶς φέρνει; 
Τόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ σεβασμός μας πρός τούς ἱερεῖς, ὥστε οὔτε καθηρημένο μποροῦμε νά κατηγορήσουμε.

Δώστε προσοχή στό παρακάτω γεγονός. Ἔγινε στόν Πειραιά πρίν ἀπό κάποια χρόνια, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης ὁ Χρυσόστομος.
Στόν Πειραιά ἀπό χρόνια καθαιρέθηκε ἕνας Ἀρχιμανδρίτης, πού ἦταν καί καθηγητής. Μετά τήν καθαίρεση, ὡς λαϊκός πλέον, ζήτησε μετάθεση καί ἐργαζόταν στήν ἐπαρχία. Σέ κάποιες διακοπές γύρισε στόν Πειραιά νά δεῖ τούς δικούς του. Τόν εἶδαν δύο γειτόνισσες καί ἄρχισαν τό κουτσομπολιό.
 Τόν εἶδες; Γνώρισες ποιός εἶναι;
 Ὄχι, ἀπάντησε ἡ ἄλλη. 
Εἶναι ὁ παπᾶς πού ξύρισαν.
 Ἡ ἄλλη μόλις τό ἄκουσε, χωρίς μυαλό ὅπως ἦταν, σήκωσε τά δυό της χέρια καί τόν φασκέλωσε, τόν μούντζωσε ἀπό πίσω.
Δέν πέρασε χρόνος καί ἡ γυναίκα αὐτή πέθανε. Μετά τρία χρόνια ἔγινε ἡ ἐκταφή της. Βγῆκε ὅλη λυωμένη, ἐκτός ἀπό τά δυό της χέρια. Ἦταν κατάμαυρα, σάν νά τά εἶχαν βάψει ἐκείνη τήν ὥρα μέ μαύρη μπογιά. Φώναξαν τόν ἱερέα τοῦ νεκροταφείου νά διαβάσει τρισάγιο καί συγχωρητική εὐχή μιά, δυό, τρεῖς φορές ... μά τίποτε δέν ἔγινε. Τά χέρια παρέμεναν μαῦρα, πρησμένα, ἀπαίσια στήν ὄψη, μέ μεγάλα νύχια. 
Εἰδοποίησαν τόν Μητροπολίτη, πού διάβασε τήν Ἀρχιερατική συγχωρητική εὐχή, ἀλλά καί πάλι δέν ἔγινε τίποτε. Ἀνάμεσα στούς παρευρισκομένους ἦταν καί ἡ ἄλλη γειτόνισσα. Σκέφθηκε ὅτι κάτι θά πρέπει νά ἔκανε, γιά νά μή λυώνουν τά χέρια της. Θυμήθηκε ἐκεῖνο τό περιστατικό μέ τήν μούντζα καί τούς διηγήθηκε τί εἶχε συμβεῖ. Ὁ Μητροπολίτης εἶπε νά βροῦν τόν καθηρημένο ἱερέα καί κάποιο ἀπόγευμα πραγματικά πῆγαν μαζί μέ τόν Μητροπολίτη καί πάλι στό νεκροταφεῖο. -Κοίταξε, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης. Μπορεῖ νά εἶσαι καθηρημένος, μά ἡ χάρις τῆς Ἱερωσύνης δέν ἔφυγε. Εἶναι κολλημένη καί ἑνωμένη μέ τό εἶναι σου καί τήν ψυχή σου. Συγχώρεσέ την. Πές νά εἶσαι λελυμένη καί συγκεχωρημένη.
 Ὅταν ὁ καθηρημένος παπᾶς εἶπε τά λόγια αὐτά, τά χέρια ἔλυωσαν στή στιγμή!!

Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, δέν ἐπιτρέπεται νά κατηγοροῦμε καί νά προσβάλουμε ἱερεῖς οὔτε κανονικούς, οὔτε καθηρημένους, οὔτε διακόνους. 
Διαβάζουμε σ᾿ ἕνα Γεροντικό: Στά χρόνια τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, πού ἦταν πρεσβύτερος σέ μία σκήτη, ὑπῆρχε ἕνας διάκονος, Παφνούτιος στό ὄνομα, ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς. Αὐτόν σκεφτόταν ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος νά κάνει ἱερέα καί νά ἀφήσει διάδοχό του. Κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς σκήτης, παρακινούμενος ἀπό τόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μας διάβολο, ἐφθόνησε τόν Παφνούτιο καί σκέφτηκε νά τοῦ κάνει κακό. Πῆγε καί ἔκρυψε κάποιο βιβλίο του στό κελλί τοῦ διακόνου καί κατόπιν παραπονέθηκε στόν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, ὅτι κάποιος ἀπό τούς ἀδελφούς τοῦ ἔκλεψε τό βιβλίο. Δόσε μου δύο πατέρες γιά νά κάνουμε ἔρευνα στά κελλιά, τοῦ εἶπε. Πράγματι ἔκαναν τήν ἔρευνα καί τό βιβλίο βρέθηκε στό κελλί τοῦ διακόνου. Ἐκεῖνος, παρ᾿ ὅτι ἦταν ἀθῶος, δέν διαμαρτυρήθηκε, δέν προσπάθησε νά ὑπερασπισθεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἔβαλε μετάνοια στόν ἡγούμενο μπροστά σέ ὅλο τό ἐκκλησίασμα καί εἶπε μέ ταπείνωση, ἁμάρτησα, βάλτε μου ἐπιτίμιο. Πράγματι τοῦ ἔβαλαν κανόνα νά μή κοινωνήσει ἐπί τρεῖς ἑβδομάδες. Κάθε φορά πού ἔμπαιναν στήν Ἐκκλησία, ὁ Παφνούτιος ἔβαζε μετάνοια σέ κάθε εἰσερχόμενο καί ἔλεγε, συγχωρέστε με, γιατί ἁμάρτησα. Ὅταν μετά τρεῖς ἑβδομάδες ἔγινε δεκτός στήν Θεία Κοινωνία, ὁ συκοφάντης του δαιμονίσθηκε. Ἄρχισε νά κραυγάζει δυνατά, σάν νά τόν ἔκαιγαν καί νά ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτία του λέγοντας, συκοφάντησα τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ μέγας Ἰσίδωρος εἶπε στόν διάκονο. Ἀφοῦ ἐσύ συκοφαντήθηκες, δέν θά θεραπευθεῖ, ἐάν δέν προσευχηθεῖς ἐσύ. Πράγματι μόλις προσευχήθηκε, ἀμέσως ὁ ἄλλος ἔγινε καλά.

Συνεχίζουμε, ὄχι παπᾶ, ὄχι διάκονο, οὔτε ἀναγνώστη, δηλαδή ψάλτη δέν μποροῦμε νά κατηγορήσουμε. Στήν Καισάρια τῆς Παλαιστίνης κάποια κόρη ἁμάρτησε μέ ἕναν νέο καί ἔμεινε ἔγκυος. Ὅταν φάνηκε ἡ ἐγκυμοσύνη της, ὁ νέος ἐκεῖνος τήν ὁρμήνεψε νά ρίξει τήν εὐθύνη καί νά συκοφαντήσει κάποιον ἀναγνώστη τῆς πόλης, πού τόν ἔλεγαν Εὐστάθιο. Σάν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἐπίσκοπος καθήρεσε τόν ἀναγνώστη ἀπό τό ἀξίωμά του. (Οἱ ἀναγνῶσται χειροθετοῦνται ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί ἀνήκουν στίς τάξεις τοῦ κατώτερου Κλήρου). Ἐκεῖνος ὁ καημένος τούς ἔλεγε ὅτι δέν εἶχε ἁμαρτήσει, ἀλλά κανείς δέν τόν πίστευε, ἀφοῦ ἔβλεπαν τήν κατάσταση τῆς κόρης.
Ἔφυγε ἀπό τήν πόλη καί πῆγε σ᾿ ἕναν ξερότοπο καί ἐπιδόθηκε σέ αὐστηρή ἄσκηση καί προσευχή μέ πόνο. Ἐσύ, Κύριε, πού εἶσαι καρδιογνώστης ὅλων, γνωρίζεις καί τίς δικές μου πράξεις. Ἐσύ φανέρωσε τήν ἀλήθεια. Περνοῦσε ὁ καιρός καρτερικά μέ προσευχές καί νηστεῖες , ὥσπου ἦρθε καί ἡ ὥρα νά γεννήσει ἐκείνη ἡ κόρη. Αἰσθανόταν πόνους ἀβάσταχτους, ἔβλεπε σκοτεινά ὀράματα καί βασανιζόταν ἐπί ἑπτά ἡμέρες, ἀλλά τό παιδί δέν ἔβγαινε ἀπό τήν κοιλιά της. Καθώς λοιπόν δέν μποροῦσε οὔτε νά ζήσει, οὔτε νά πεθάνει, οὔτε νά γεννήσει κάλεσαν οἱ δικοί της τόν Ἐπίσκοπο, γιά νά προσευχηθεῖ καί νά βοηθήσει ἔτσι ὁ Θεός. Ἐκείνη ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά λέει μέ σπαρακτικές κραυγές: Ἀλίμονό μου, τήν ἄθλια. Κινδυνεύω νά χαθῶ, γιατί ἔπεσα σέ δύο κακά, στήν πορνεία καί στήν συκοφαντία. Ἄλλος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, δέν εἶναι ὁ ἀναγνώστης. Σηκώνεται ὁ Ἐπίσκοπος καί πηγαίνει στό κελλί πού ἦταν κλεισμένος ὁ Εὐστάθιος. Τοῦ ζήτησε συγγνώμη καί τόν παρεκάλεσε νά προσευχηθεῖ στόν Θεό, νά ἀπαλλάξει τήν νέα ἀπό τούς ἀνυπόφορους πόνους τῆς γέννας. Ἔκαναν μαζί προσευχή καί χωρίς καθυστέρηση ἐλευθερώθηκε ἐκείνη ἡ ταλαίπωρη ἀπό τήν ἀγωνία καί γέννησε τό παιδί. Ἱκέτευε ὅλους νά τήν συγχωρήσουν, γιά τήν ἀνομία πού ἔκανε εἰς βάρος τοῦ δικαίου.

Θά τό πῶ καί πάλι, οὔτε ἱερέα μποροῦμε νά κατηγορήσουμε, οὔτε διᾶκο, οὔτε ψάλτη, οὔτε ὑποψήφιο παπᾶ. Παλαιότερα στήν Κόρινθο ἦταν ἕνας σπουδαῖος Μητροπολίτης ὁ Μιχαήλ, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς. Πήγαινε στήν ὀρεινή Κορινθία γιά νά χειροτονήσει κάποιο νέο. Ἦταν καλοκαίρι καί εἶχε ἀνοιχτό τό παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου. Σέ κάποια ἀνηφορική στροφή τοῦ δρόμου κάποιοι πέταξαν μία πέτρα τυλιγμένη σ᾿ ἕνα χαρτί. Ἦταν γραμμένη μία καταγγελία εἰς βάρος τοῦ ὑποψηφίου καί συνεπῶς δέν μποροῦσε νά κάνει τήν χειροτονία. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνακοίνωσε στόν κόσμο τήν ματαίωση τῆς χειροτονίας. Ἄν εἶναι ἀλήθεια, νά ἔρθουν νά τό καταθέσουν φανερά. Ἄν ὅμως εἶναι ψέμα καί συκοφαντία, οἱ ὑπαίτιοι νά μή κλείσουν μάτι. Αὐτά εἶπε ὁ Δεσπότης. Οἱ ἔνοχοι ἦσαν δύο-τρεῖς, πού δέν ἤθελαν τόν συγκεκριμένο γιά παπᾶ στό χωριό τους. Ἤθελαν κάποιον ἄλλο. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη δέν μποροῦσαν νά κλείσουν μάτι, νά κοιμηθοῦν, νά ἀναπαυθοῦν νά σταθοῦν στά πόδια καί ἄρχισαν νά ἀδυνατίζουν, νά ὑποφέρουν. Τούς πῆγαν στό νοσοκομεῖο σέ κακή κατάσταση. Τότε κατάλαβαν τό σφάλμα τους καί τό ἀνακοίνωσαν στούς δικούς τους καί ἐκεῖνοι στόν Ἐπίσκοπο. Ὁ Δεσπότης εἶπε νά τούς πᾶνε στήν Μητρόπολη καί τούς μετάφεραν σέ φορεῖο. Ἐκεῖ καί πάλι ὁμολόγησαν τήν πράξη τους, ὅτι ὅσα ἔγραψαν στό χαρτί ἦσαν συκοφαντίες γιά τόν ὑποψήφιο καί ζήτησαν συγγνώμη. Κατόπιν τούτου τούς διάβασε συγχωρητική εὐχή καί τότε ἠρέμησαν καί κοιμόντουσαν ἐπί ἕνα μήνα συνεχῶς. Αὐτά φτάνουν. Δέν εἶναι ἀρκετά, γιά νά μᾶς δείξουν πόσο φοβερό ἁμάρτημα εἶναι ἡ ἱεροκατηγορία καί ὅτι πρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε; 

Ἀγαπητοί μου, 
Ἄς θυμηθοῦμε γιά λίγο τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν. Ὁ Κύριος τούς ἔστειλε στούς ἱερεῖς, γιά νά πιστοποιήσουν τήν θεραπεία τους. Καί αὐτό ὄχι χωρίς λόγο. Ἤθελε ὁ Θεός νά διδάξει, νά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους νά καταφεύγουν στούς Ἱερεῖς. Ὅπως ὑπάρχει ἡ λέπρα τοῦ σώματος, ἔτσι ὑπάρχει καί ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ἡ ἁμαρτία καί γιά τήν θεραπεία της στούς ιερεῖς πρέπει νά καταφεύγουν. Ἄν ἦταν στό χέρι μας, ποτέ δέν θά πηγαίναμε ἀπό μόνοι μας. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός λέγει Ναί, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά λέμε Ὄχι. Δέν μᾶς συγχωρεῖ οὔτε ἡ Παναγία, οὔτε οἱ Ἅγιοι, οὔτε οἱ Ἄγγελοι. Θά μᾶς συγχωρήσει ὁ παπᾶς, ὁ ἁμαρτωλός, αὐτόν πού ἐμεῖς κατηγοροῦμε καί δέν θέλουμε νά φιλήσουμε τό χέρι του. Αὐτός εἶναι ὁ ἐντεταλμένος καί ὁ πληρεξούσιος. Εἴτε τό θέλουμε, εἴτε δέν τό θέλουμε σ᾿ αὐτόν θά πᾶμε, μπροστά του θά ταπεινωθοῦμε, μπροστά του θά γονατίσουμε, μπροστά του θά ἐξομολογηθοῦμε καί ἄν δέν τό κάνουμε, δέν θά βροῦμε οὔτε τόν Θεό, οὔτε τήν συγχώρηση. Θά μείνουμε κολλημένοι πάνω στίς ἁμαρτίες μας.

Μιά γριούλα ἐπί 45 χρόνια (στήν Ἀθήνα) πήγαινε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί δῆθεν ἐξομολογεῖτο. Ἔλεγε πάντοτε, Ἅγιε μου Γιάννη, ξέρεις ἐσύ καί πήγαινε νά κοινωνήσει. Αὐτήν ἦταν ἡ ἐξομολόγησή της. Κάποια φορά καί ὁ Ἅγιος δέν ἄντεξε. Βγῆκαν ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου δύο χέρια, ἀπό τόν ἀγκώνα καί κάτω καί τῆς ἄστραψαν δύο χαστούκια, πού ἦταν ὅλα δικά της καί τῆς εἶπε. Ἀγανάκτησα, μ᾿ ἔσκασες. Ἐπί 45 χρόνια πᾶς κι᾿ ἔρχεσε καί μοῦ λές, ξέρεις ἐσύ. Ἐγώ δέν ξέρω τίποτε. Ξέρω μόνο ὅτι τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐξομολογοῦσα καί βάπτιζα στόν Ἰορδάνη ποταμό μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τώρα τήν ἐντολή αὐτή τήν ἔχουν οἱ Ἱερεῖς κι᾿ ἐσύ σ᾿ αὐτούς θά πᾶς, ὄχι σ᾿ ἐμένα.

Ὁ διάβολος γνωρίζει πολύ καλά τί μεγάλη ζημία τοῦ κάνει τό πετραχήλι τοῦ παπᾶ, γι᾿ αὐτό τό πολεμάει μέ λύσσα. Διαδίδονται καί κυκλοφοροῦν χίλια δυό εἰς βάρος τῶν Ἱερέων. Οἱ δημοσιογράφοι στίς τηλεοράσεις ἠδονίζονται ὅταν χύνουν τό φαρμάκι τῆς ψυχῆς τους στούς Ἱερωμένους. Ἀπό τά 100 τά 99 εἶναι ψέματα, εἶναι συκοφαντίες. Ὅλοι ἄκουσαν ἀπό ἄλλον, κανείς δέν εἶδε.
Θέλουμε ἅγιο Ἱερέα, γιά νά ἐξομολογηθοῦμε καί νά κοινωνήσουμε. Ὁ Ἰούδας εἶχε τόν καλύτερο πνευματικό. Κοινώνησε ἀπό τά ἁγιότερα χέρια, ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Πόσο ὀφελήθηκε; Καθόλου. Μπῆκε ὁ διάβολος μέσα του, μᾶς λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἄρα τό θέμα δέν εἶναι, ποιός μᾶς εἶναι αὐτός πού δίνει, ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός πού παίρνει. 

Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔπαιρνε τροφή ἀπό ἕναν κόρακα, ἀπό ἕνα βρώμικο πουλί. Ἀρνήθηκε ποτέ ὁ προφήτης; Εἶπε δέν παίρνω τήν τροφή, θέλω νά μοῦ τήν στέλνεις μέ κάποιο καθαρότερο πτηνό, μέ κάποιο περιστέρι; 
Ὅταν ὁ Χριστός ἔμπαινε στά Ἱεροσόλυμα, ὁ κόσμος τόν ὑποδέχθηκε μέ ζητωκραυγές. Τόν ἐπευφημοῦσαν καί ἔστρωναν στό διάβα Του λουλούδια καί κλαδιά ἀπό τά δέντρα. Καί ποιός πατοῦσε πάνω σ᾿ αὐτά; Ὁ Χριστός; Ὄχι, ἕνας γάϊδαρος. Καί σᾶς ἐρωτῶ, ἄν ἕνα ζῶο τυγχάνει τέτοιας τιμῆς καί περιποιήσεως, ποιᾶς τιμῆς πρέπει νά εἶναι ἄξιος ὁ Ἱερεύς πού φέρει τόν Χριστό, πού κρατάει στά χέρια του τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τό Ἅγιο Δισκοπότηρο; Ποιός κερδίζει, ὅταν περιφρονοῦμε τόν Ἱερέα; Ὁ διάβολος. Οἱ χαμένοι εἴμαστε πάντοτε ἐμεῖς. Σάν ἄνθρωπος ἴσως νά μή ἀξίζει, ἴσως δέν λέει πολλά. Ἡ μεγάλη του ἀξία ἔγκειται στό ὅτι ἔχει τήν Ἱερωσύνη, τό μέγα χάρισμα ἀπό τό Θεό. 

Διαβάζουμε στήν Π. Διαθήκη: Ὅταν παντρεύτηκε ὁ Μωϋσῆς, δέν πῆρε γυναίκα Ἑβραία, ἀλλά Αἰθιόπισσα. Τά ἀδέλφια του, ὁ Ἀαρών καί ἡ Μαριάμ, τόν κατηγόρησαν, δέν τούς ἄρεσε αὐτό πού ἔκανε ὁ Μωϋσῆς. Σάν τιμωρία ἀπό τόν Θεό ἡ Μαριάμ λεπρώθηκε. Ἔβγαλε λέπρα ἀπό τά νύχια ὡς τήν κορφή. Ὁ Ἀαρών ὅμως ὄχι. Γιατί δέν τιμωρήθηκε καί αὐτός, ἀφοῦ καί αὐτός ἁμάρτησε καί αὐτός κατηγόρησε; Ὁ Ἀαρών ἦταν Ἀρχιερεύς καί θέλησε μέ τόν τρόπο αὐτό νά πεῖ ὁ Θεός, ὅτι ἡ Ἱερωσύνη δέν λεπροῦται, ἡ Ἱερωσύνη δέν ἁμαρτάνει.
 Ἁμαρτάνουμε ὡς ἄνθρωποι, δέν ἁμαρτάνει ἡ Ἱερωσύνη μας, δέν ἁμαρτάνει τό ράσο. Αὐτά εἶναι καθαρά, γιατί εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τό χέρι τοῦ Ἱερέως θά τό φιλήσουμε, ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι. Ἀφοῦ τόν τιμᾶ ὁ Θεός, πρέπει νά τόν τιμήσουμε κι᾿ ἐμεῖς. Ὅταν βλέπουμε τό ράσο, σαράντα δίπλες πρέπει νά κάνουμε. Νά τοῦ βάζουμε μετάνοια, νά τοῦ φιλοῦμε τό χέρι, νά ζητοῦμε τήν εὐχή του. Ἔτσι θά φύγει ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς μας. Ὅποιος δέν τό κάνει εἶναι ἀντίθεος καί ἀντίχριστος. Εἶπε ὁ Κύριος, ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἀθετεῖ τόν ἀποστείλαντά με. Ὅποιος σᾶς περιφρομεῖ, ὅποιος σᾶς προσβάλλει, προσβάλλει ἐμένα τόν ἴδιο καί τόν ἐπουράνιο Πατέρα μου πού μ᾿ ἔστειλε στή γῆ. Στό Συστατικό Γράμμα Χειροτονίας πού μᾶς ἔδωσε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Καλλίνικος, μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφε. Ἡ πρός τόν Ἱερέα τιμή πρός αὐτόν τόν Θεόν διαβαίνει, ὥσπερ ἄρα καί τἀνάπαλιν.
Ἀδελφοί μου, τελείωσα.

Ἄς ἀναλογισθοῦμε τό ἰλιγγιῶδες ὕψος τῆς Ἱερωσύνης, ἄρα τῶν Ἱερέων. Νά πεισθοῦμε, νά τό καταλάβουμε βαθιά μέσα μας, ὅτι δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἐξετάζουμε τήν ζωή τους μέ σκοπό νά τούς κατηγορήσουμε καί νά τούς διασύρουμε. Σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον ἱκέτην; ἐρωτᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μίλησε ἀπότομα καί μᾶς πρόσβαλε ὁ Παπᾶς. Γιά τό τρισάγιο πού ἔκανε ζήτησε 5 Ε. Λάθος καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Γι᾿ αὐτούς τούς λόγους πρέπει νά ἁμαρτήσουμε κι᾿ ἐμεῖς; Νά ποῦμε ὅσα πρέπει καί ὅσα δέν πρέπει; Στήν ζωή του δέν ἔκανε κανένα καλό σέ μᾶς ἤ στούς ἄλλους καί τώρα ἐμεῖς μέ τό παραμικρό θά τόν κατασπαράξουμε; Δέν εἶναι καί αὐτοί ἄνθρωποι σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες; Ἄς σκεφτοῦμε μέ τί πονηρία, μέ πόση μαεστρία τούς πολεμᾶ ὁ κοινός καί αἰώνιος ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας διάβολος. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά τούς ἔχουμε πάντοτε στήν προσευχή μας. Αὐτοί πού κατηγοροῦν τούς Κληρικούς, προσευχήθηκαν ποτέ γι᾿ αὐτούς; 
Νά προσευχώμαστε λοιπόν, νά τούς σκεπάζει ὁ Θεός, νά τούς προστατεύει ἀπό τά πεπηρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ. Νά τούς φωτίζει καί νά τούς ἐνισχύει στό βαρύ ἔργο τους, στήν δύσκολη μά ἱερή ἀποστολή τους. Νά τούς διατηρεῖ πάντοτε ὄρθιους, γιά νά μᾶς εὐλογοῦν, νά μᾶς ἁγιάζουν, νά ἀνοίγουν τόν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε νά περάσουμε ὅλοι μας τό κατώφλι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-

«Θόδωρε δεν ακούν πλέον οι άνθρωποι! Είναι να παίρνουμε τις σπηλιές και τα βουνά και να κλαίμε να σώσει ο Θεός τον κόσμο»(Γέροντας Πορφύριος)


Ιερομονάχου Γεωργίου του Καυσοκαλυβίτου
Απόσπασμα από το βιβλίο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ (Εκδ.2004)

  «O πατήρ Πορφύριος δεν σταμάτησε να ζει. Μάλιστα τώρα είναι πιο κοντά μας. Όμως ο μόνος τρόπος επικοινωνίας μαζί του είναι η απλότητα και η προσευχή. Γιατί λίγο πριν την κόιμησή του όταν επληροφορήθηκε την κοίμηση του γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη της Ι.Μ Οσίου Δαυίδ έκανε το σταυρό του και είπε: «Μεγάλος άγιος, και είναι μεγάλος γιατί ήταν απλός. Τώρα είναι πνεύμα , τώρα είναι παντού, τώρα είναι δικός μας». Θαυμαστό δε είναι ότι οι δύο γέροντες κοιμήθηκαν με 12 ημέρες διαφορά. Στα Εισόδια της Θεοτόκου ο πατήρ Ιάκωβος και ο γέροντας Πορφύριος 12 μέρες μετά που με το παλαιό ημερολόγιο που τηρείται στο Άγιον Όρος, ήτο εορτή των Εισοδίων. Όλοι απορούσαν με αυτό το σημάδι του Θεού, τι να συμβόλιζε. Όμως αν θέλουν απάντηση την είχε δώσει ο ίδιος ο πατήρ Πορφύριος με τα επόμενα που γράφουμε παρακάτω αναφερόμενος στον Προφήτη Ησαΐα (….Αφελώ τους προφήτας…..). 
  Κάποτε μου είχε πει εμπιστευτικά, «Θόδωρε δεν ακούν πλέον οι άνθρωποι! Είναι να παίρνουμε τις σπηλιές και τα βουνά και να κλαίμε να σώσει ο Θεός τον κόσμο». Ο πατήρ Παΐσιος λίγο πριν φύγει από τη ζωή είπε: «Φεύγω από τη ζωή γιατί δεν με ακούει κανένας». Το ίδιο είχε πει λίγο πριν φύγει από τη ζωή και ο πατήρ Πορφύριος.
 Οι άγιοι ανήκουν κυρίως στους εναρέτους, στους δικαίους και στους αγίους, και μετά στους αμαρτωλούς. «Τα άγια τοις αγίοις». Θέλει δε προσοχή πολύ όταν ζούμε κοντά σε τέτοιους ανθρώπους να μην παρασυρόμαστε από την αγάπη τους και την μακροθυμία τους, γιατί μπορεί άλλοι μπορεί να είναι πιο άξιοι από εμάς για να είναι κοντά τους. Εδώ όσο ζουν έχουν πολλούς περιορισμούς. Ο Θεός το επιτρέπει αυτό για να τους ταπεινώνει, όσο ζουν ακόμα στη γη, από τις αδυναμίες μας. Μετά την κοίμησή τους είναι η σειρά μας να ταπεινωνόμαστε.  Όταν φύγουν από εδώ ανήκουν απόλυτα στον Θεό και στη δικαιοσύνη Του και θα έχουν τους δικούς των όσοι το αξίζουν και όσοι πραγματικά αγαπούν. Έτσι λειτουργεί η δικαιοσύνη του Θεού. Γι’ αυτό είπε και ο γέροντας Πορφύριος για τον γέροντα Ιάκωβο ότι τώρα είναι δικός μας.
  Του Αγίου Γεωργίου του ίδιου έτους το κελλί μας επίσημα θα αναλάμβανε τη διακονία του Κυριακού. Ο γέροντάς μας θα είχε τον τίτλο του Δικαίου. Τότε ο γέροντας Νικάνωρ ο προηγούμενος Δικαίος, είπε κάτι που επαληθεύθηκε. «Άντε έχουμε ξανακηδεύσει και παλιότερα Δικαίο». Δηλαδή ο γέροντάς μας θα είχε την ευλογία να κοιμηθεί στα Καυσοκαλύβια ως Δικαίος. Όταν ο πατήρ Πορφύριος επληροφορήθηκε ότι ανέλαβε τη διακονία της Σκήτης το κελλί μας Άγιος Γεώργιος και αυτός θα ήταν ο Δικαίος τότε είπε: 
«Τώρα αλλάζει η δικαιοσύνη του Θεού» και συγκεκριμένα αναφέρθηκε σε αυτό που είπε ο γέροντας Νικάνωρ για το πώς θα λειτουργήσει η δικαιοσύνη του Θεού στο κελλί μας. «Οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι». Κάποια άλλη στιγμή λίγο πριν κοιμηθεί ο π.Πορφύριος είπε σε κάποιον: «Τι νομίζεις βρε, ότι όποιον έχω κάνει καλόγερο θα πάρει και τη χάρη μου;». «Τον γέροντα Δημά τον Ρώσο δεν τον είχα γέροντα και όμως πήρα τη χάρη του».
Στις τελευταίες στιγμές της ζωής του αναφερόταν σε ένα κεφάλαιο του Προφήτη Ησαΐα που υπάρχει και η φράσις, «· ἱμάτιον ἔχεις, ἀρχηγὸς ἡμῶν γενοῦ». Ετόνιζε στο περιβάλλον του να βρούνε που αναφέρεται. Σε κάποια στιγμή τον άκουσα προσεκτικά να ξανατονίζει, αφού πλέον βρήκανε το συγκεκριμένο χωρίο «· ἱμάτιον ἔχεις, ἀρχηγὸς ἡμῶν γενοῦ».Και επεξηγώντας το να λέγει «Ζωστικό έχεις; Γίνε αρχηγός μας». Ετόνιζε δε ο π.Πορφύριος ότι αυτό το κεφάλαιο του Ησαΐα αναφερόταν σε μία περίοδο ηθικής κατάπτωσης του Ισραήλ, έλεγε όμως ότι αυτά ισχύουν και για σήμερα.
Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ

Αξίζει για να γίνουν και κατανοητά για όλους αυτά που έλεγε ο γέροντας Πορφύριος να αναφερθούμε στο σχετικό κεφάλαιο του Ησαΐου.
«ΙΔΟΥ δὴ ὁ δεσπότης Κύριος σαβαὼθ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ ἰσχύοντα καὶ ἰσχύουσαν, ἰσχὺν ἄρτου καὶ ἰσχὺν ὕδατος, 2 γίγαντα καὶ ἰσχύοντα καὶ ἄνθρωπον πολεμιστὴν καὶ δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν καὶ πρεσβύτερον 3 καὶ πεντηκόνταρχον καὶ θαυμαστὸν σύμβουλον καὶ σοφὸν ἀρχιτέκτονα καὶ συνετὸν ἀκροατήν· 4 καὶ ἐπιστήσω νεανίσκους ἄρχοντας αὐτῶν, καὶ ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν. 5 καὶ συμπεσεῖται ὁ λαός, ἄνθρωπος πρὸς ἄνθρωπον καὶ ἄνθρωπος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· πρσκόψει τὸ παιδίον πρὸς τὸν πρεσβύτην, ὁ ἄτιμος πρὸς τὸν ἔντιμον. 6 ὅτι ἐπιλήψεται ἄνθρωπος τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἢ τοῦ οἰκείου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ λέγων· ἱμάτιον ἔχεις, ἀρχηγὸς ἡμῶν γενοῦ, καὶ τὸ βρῶμα τὸ ἐμὸν ὑπὸ σὲ ἔστω. 7 καὶ ἀποκριθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐρεῖ· οὐκ ἔσομαί σου ἀρχηγός· οὐ γὰρ ἔστιν ἐν τῷ οἴκῳ μου ἄρτος, οὐδὲ ἱμάτιον· οὐκ ἔσομαι ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τούτου. 8 ὅτι αἰνεῖται ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἡ ᾿Ιουδαία συμπέπτωκε, καὶ αἱ γλῶσσαι αὐτῶν μετὰ ἀνομίας, τὰ πρὸς Κύριον ἀπειθοῦντες· διότι νῦν ἐταπεινώθη ἡ δόξα αὐτῶν, 9 καὶ ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου αὐτῶν ἀντέστη αὐτοῖς· τὴν δὲ ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν καὶ ἐνεφάνισαν. οὐαὶ τῇ ψυχῇ αὐτῶν, διότι βεβούλευνται βουλὴν πονηρὰν καθ᾿ ἑαυτῶν 10 εἰπόντες· δήσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι· τοίνυν τὰ γεννήματα τῶν ἔργων αὐτῶν φάγονται….» (Προφ. Ησαΐα, ΚεφΓ’ 1-10)
ΑΠΟΔΟΣΗ
«Ιδού λοιπόν, ο δεσπότης, ο Κύριος των δυνάμεων θα επιτρέψει να λείψει από την χώραν της Ιουδαίας και από την πόλιν της Ιερουσαλήμ κάθε δύναμις ανδρός και γυναικός, δύναμις και στήριγμα άρτου και ύδατος και όλων των απαραιτήτων βιοτικών αγαθών. Θα αφαιρέση κάθε γίγαντα και γενικώς κάθε ισχυρόν άνδρα, άνδρα εμπειροπόλεμον και δικαστήν και προφήτην και συνετόν και έμπειρον πρεσβύτην. Θα αφαιρέση κάθε στρατιωτικόν αρχηγόν μέχρι και πεντηκόνταρχον, κάθε αξιόλογον σύμβουλον και σοφόν αρχιτέκτονα και άνθρωπον, ο οποίος μετά συνέσεως θα ακούει την αλήθειαν. Αντι δε αυτών θα επιτρέψη να καταλάβουν την αρχήν και να τεθούν επικεφαλής σας νεαροί άνδρες χωρίς πείραν, απατεώνες δε θα αναδειχθούν κύριοι και δυνάσται του λαού. Τότε θα λείψει ο αμοιβαίος σεβασμός, ο λαός θα περιέλθει σε κατάστασιν συγχύσεως και αναρχίας. Ο ένας άνθρωπος θα επιπέση εναντίων του άλλου και κάθε άνθρωπος εναντίον του πλησίον του. Με αυθάδειαν θα συγκρουσθή το παιδίον προν τον γέροντα, και ο ανέντιμος προς τον έντιμο και ευϋπόληπτον. Εξ’ αιτίας της αναρχίας αυτής και δια την έλλειψην συνετών αρχηγών και βιοτικών αγαθών, θα κρατή από το ένδυμα κάθε άνθρωπος τον πρώτο τυχόντα ομοεθνή του ή τον συγγενή του πατρός του, και θα λέγη «συ έχεις ένδυμα, δεν είσαι γυμνός όπως ημείς. Γίνε λοιπόν αρχηγός μας και η διατροφή μας ας είναι στα χέρια σου». Εκείνος κατά την φοβεράν αυτήν ημέραν θα απαντήση και θα ειπή: «δεν θα γίνω αρχηγός σας, διότι ούτε εις την ιδικήν μου οικίαν δεν υπάρχει άρτος ούτε άλλο ιμάτιον. Δεν θέλω και δεν ημπορώ να γίνω αρχηγός του λαού αυτού». Αυτά ασφαλώς θα γίνουν, διότι η Ιερουσαλήμ θα έχει εγκαταλειφθή από τον Κύριον και θα έχει περιπέσει εις καταστροφήν, διότι αι γλώσσαι των κατοίκων της χώρας αυτής ελάλουν παράνομα και οι άνθρωποι εδεικνύοντο απειθείς προς τον Θεόν. Και τώρα ήλθεν ο καιρός να ταπεινωθεί το ψευδές μεγαλείον αυτών. Η αναισχυντία του προσώπου των εγείρεται μάρτυς κατηγορίας εναντίον αυτών. Διεκήρυξαν και παρουσίασαν αναισχύντως την αμαρτίαν αυτών, όπως άλλοτε οι κάτοικοι των Σοδόμων. Αλλοίμονον εις αυτούς, διότι έχουν σκεφθή και λάβει αποφάσεις πονηράς και κακάς, αι οποίαι εις τελευταίαν ανάλυσην θα εκσπάσουν εναντίον των. Αυτοί είπαν:» Ας δέσωμεν και ας απομονώσωμεν έγκλειστον τον ενάρετον, διότι μας είναι δυσμεταχείριστος και εμπόδιον εις τον δρόμον μας». Δι’ αυτάς τας παρανομίας των θα γευθούν τα επίχειρα των κακών έργων των»

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ"ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ 2004

Εδώ σταματούμε αλλά θα άξιζε με πολύ ενδιαφέρον να κοιτάξουμε τη συνέχεια του κειμένου στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης ότι συμβαίνουν ακριβώς όπως σήμερα. 
Οι ημέρες που έρχονται και ήδη τις ζούμε είναι τρομακτικά δύσκολες. Αλλά όπως έλεγε και ο γέροντας Παΐσιος «Τώρα ζούμε την μπόρα την δαιμονική, όμως αργότερα θα έρθει η θεϊκή λιακάδα». Έλεγε επίσης ότι και ο Ιούδας ήταν μαθητής του Χριστού αλλά όμως τον επρόδωσε. Δεν το ανέφερε τυχαίως, μιλούσε πάντα για το περιβάλλον του με πολύ πόνο. Δυστυχώς ο άνθρωπος είναι κτητικός ακόμα και κοντά σε τέτοιους ανθρώπους. Αυτό δε τους γέροντες τους λυπεί πολύ, γιατί αυτοί ζουν ελεύθερα με τον Θεό. Έτσι θέλουν και εμάς ελεύθερους, αλλά μέσα στο νόμο του Θεού και στην αγάπη Του. Τον οποίο νόμο τον ορίζουν και τον γνωρίζουν αυτοί που ζούνε στην αγάπη του Θεού.
Ο γέροντας Πορφύριος ετακτοποίησε με τη σοφία του την διαθήκη του. Φυσικά μη νομίσετε ότι έγραψε κάτι όσο αφορά για τα πνευματικά του παιδιά, παρά μόνο τα της ταφής του. Ποιοι πατέρες όταν φεύγουν από αυτή τη ζωή αφήνουν ατακτοποίητα τα παιδιά τους; Πόσο μάλλον ο γέροντας Πορφύριος. Και ποια δεν γνωρίζουν τι τους άφησε ο πατέρας τους. Και όποιος τολμήσει να πάρει κάτι που δεν του ανήκει , δεν θα το χαρεί πολύ. Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρεται. Η κληρονομιά των Αγίων φυλάγεται από τον ίδιο τον Χριστό και όχι από ανθρώπινους νόμους. Και όπως μου εμπιστεύτηκε κάποιο πρόσωπο που τον εγνώριζε πενήντα χρόνια «Οίς δέδοται…». Δηλαδή σε όποιον έχει δοθεί από τον Θεό. Όχι ότι επιθυμούμε εμείς….»

Ιερομόναχος Γεώργιος Καυσοκαλυβίτης
Ιερά Καλύβη Ζωοδόχου Πηγής Ιεράς Σκήτης Αγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων Αγίου Όρους/ΠΗΓΗ