Ἕνα ἁμάρτημα πολύ μεγάλο, πολύ βαρύ καί πολύ διαδεδομένο σήμερα εἶναι ἡ iεροκατηγορία. Καθημερινά ἀκοῦμε ἤ διαβάζουμε κατηγορίες ἐναντίον iερωμένων προσώπων, ἄλλοτε ἀληθινές, ἄλλοτε ψεύτικες, ἐπινοήσεις τῆς αἰσχρῆς φαντασίας πονηρῶν ἀνθρώπων, πάντοτε ὅμως ἄδικα καί ἀδικαιολόγητα. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι πού θά κατηγορήσουμε, πού θά καταδικάσουμε τόν ὁποιοδήποτε ἀθῶο ἤ ἔνοχο ἀκόμη, πολύ δέ περισσότερο ἀνθρώπους πού εἶναι κοσμημένοι καί προικισμένοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν χάρη τῆς Ἱερωσύνης. Εἶναι ἁμάρτημα πού πλήττει βαριά τήν ψυχή καί (ὅπως θά δοῦμε παρακάτω) ἐπιφέρει μεγάλη τιμωρία καί συμφορές σ᾿ αὐτόν πού τό διαπράττει.
Εἶναι ἁμάρτημα καί τῶν εὐσεβῶν ἀκόμη ἀνθρώπων. Ἐκείνων πού τακτικά ἐκκλησιάζονται, πού δῆθεν ἐξομολογοῦνται καί κοινωνοῦν, πού κάνουν πολλούς σταυρούς καί μεγάλες μετάνοιες καί περιφέρονται μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι. Ἄν εἶναι ψέμα καί ὑπερβολή ὅλα ὅσα λέμε, ἄς ἀναλογισθοῦμε πόσες φορές κι᾿ ἐμεῖς πέσαμε σ᾿ αὐτό τό μεγάλο ἁμάρτημα. Θά διαπιστώσουμε ὅτι ὄχι μόνο μία ἤ δύο, ἀλλά πολλές φορές διαπράξαμε τό φοβερό αὐτό καί θεομίσητο ἔγκλημα καί δυστυχῶς οὔτε τό ἐξομολογηθήκαμε, οὔτε τό σταματήσαμε. Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Χαράλαμπος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους: Τά σαρκικά ἁμαρτήματα εἶναι φανερά καί εὐδιάκριτα καί ὅλοι τά ἐξομολογοῦνται, ὅπως καί ἄλλα χοντρά ἁμαρτήματα φόνους, ληστεῖες, κλοπές, ἀπάτες κ.ἄ. Ὅμως ὑπάρχουν καί μερικά δυσδιάκριτα μέν, ἀλλά θανάσιμα ἁμαρτήματα. Πολλοί πού ἐξομολογοῦνται οὔτε κἄν τά ὑποψιάζονται γιά ἁμαρτήματα, ὅπως ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκρισις, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνια, ἡ καταπίεσις, ἡ ἀδικία κ.ἄ.
Στήν Ἁγία Γραφή καί πιό συγκεκριμένα στό πρῶτο βιβλίο τῶν Παραλειπομένων (Κεφ.16, στίχ.22) ὁ Θεός δίνει μία σπουδαία ἐντολή καί ἀπαιτεῖ νά τήν σεβαστοῦμε, νά τήν ἐφαρμώσουμε. Μή ἄψησθε τῶν χριστῶν μου καί ἐν τοῖς προφήταις μου μή πονηρεύεσθε. Μή πειράζετε τούς ἁγίους μου, αὐτούς πού ἔχρισα μέ Πνεῦμα Ἅγιο καί τούς κατέστησα ἱερούς καί σεβαστούς. Καί μή κάνετε κακό στούς προφῆτες μου. Μή λέτε καί μή κάνετε πονηρά εἰς βάρος τους. Μή τούς κατηγορεῖτε, μή τούς κατακρίνετε, μή τούς προσβάλετε, μή μιλᾶτε καί μή διαδίδετε πράγματα πού τούς μειώνουν καί τούς ἐξευτελίζουν μπροστά στά μάτια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Τό ἱερό Εὐαγγέλιο, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ θεοφόροι Πατέρες τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπουν καί μᾶς διδάσκουν νά μή κατακρίνουμε κανέναν. Ἡ κατάκρισις εἶναι φοβερό ἁμάρτημα.
Ὁ Θεός Πατήρ έδωσε τήν κρίση στόν Υἱό, γιά νά κρίνει Ἐκεῖνος τόν κόσμο. Ἔρχεται τώρα ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του παίρνει τήν θέση καί τήν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά κρίνει. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν κατέκρινε κανένα, οὔτε καί αὐτήν τήν μοιχαλίδα, τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Ἴσα-ἴσα τήν συγχώρησε, τήν σκέπασε, τήν εὐλόγησε καί τῆς συνέστησε στό ἑξῆς νά μή ἁμαρτάνει. Ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι δέν ἦρθε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σώσει τόν κόσμο. Ἡ κρίσις θά γίνει κατά τήν δευτέρα Του παρουσία.
Καί ἐμεῖς κατακρίνουμε καί καταδικάζουμε μέ τόση εὐκολία καί προχειρότητα ἀκόμη καί τούς Ἱερεῖς, πρᾶγμα πού λέγεται ιεροκατηγορία καί εἶναι πολύ χειρότερο καί βαρύτερο ἀπό τήν κατάκριση.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος, δέν μποροῦμε νά ξέρουμε πόσο ἀγωνίζεται κατόπιν ὁ κάθε ἄνθρωπος πού πέφτει στήν ἁμαρτία, πόσα πικρά δάκρυα χύνει γι᾿ αὐτό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ἐμεῖς καθόμαστε καί τόν κατακρίνουμε καί κολάζουμε τήν ψυχή μας. Ἐμεῖς μάθαμε γιά τήν ἁμαρτία του, δέν πήραμε εἴδηση τήν μετάνοιά του. Ὁ Θεός βλέπει τόν κόπο του, τόν πόνο καί τήν θλίψη του καί τόν ἐλεεῖ, τόν συγχωρεῖ, τόν ἔχει γιά τόν παράδεισο, ἐνῷ ἐμεῖς τόν ἔχουμε γιά τήν κόλαση.
Ἡ κατάκριση εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, διότι φανερώνει ὅτι δέν ἔχουμε ἀγάπη, ἀλλά κακία καί ὅτι εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Ἄνθρωπος χωρίς ἀγάπη δέν μπορεῖ νά λέγεται χριστιανός, νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἔχει καί ἐγωϊσμό, τότε ἔχασε τήν ὅποια χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δίδωσι χάριν.
Ἡ ιεροκατηγορία γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη ἁμαρτία, διότι στρέφεται ἐναντίον τῶν ιερωμένων, πού μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιοι καί τίμιοι.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τούς κληρικούς πού κατοικοῦν στή γῆ καί διαμένουν σ᾿ αὐτήν, ὁ Θεός τούς ἐμπιστεύθηκε νά διευθύνουν τά πράγματα τοῦ οὐρανοῦ. Καί τούς ἔδωσε τόσο μεγάλη ἐξουσία, πού δέν ἔχουν οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχάγγελοι. Αὐτοί ἔχουν τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι οἱ ἄγγελοι. Αὐτοί τελοῦν τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, τήν Θεία Λειτουργία. Οἱ ἄγγελοι δέν τολμοῦν οὔτε νά δοῦν, οὔτε νά ἀτενίσουν τά τελούμενα, γι᾿ αὐτό σκύβουν κάτω στή γῆ καί καλύπτουν τά πρόσωπα μέ τά φτερά τους.
Λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: Νά προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοί νά μή κατηγορεῖτε τούς παπάδες σας, νά μή τούς ὑβρίζετε καί νά μή τούς παραμελεῖτε, διότι βάνετε φωτιά καί καίεσθε. Διότι οἱ παπάδες εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους καί ἀπό τούς βασιλεῖς. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μέ λέγει νά κάμω. Ἐάν ἀπαντῶ ἕναν παπᾶ καί ἕναν βασιλέα, μέ φαίνεται εὔλογον τόν παπᾶ νά βάλω νά καθήσει ὑψηλότερα ἀπό τόν βασιλέα. Καί ἐάν ἀπαντήσω ἕναν παπᾶ καί ἕναν ἄγγελον, πρῶτα θά χαιρετήσω τόν παπᾶ καί ἔπειτα τόν ἄγγελον. Διότι εἶναι ἀνώτερος καί ἀπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν καί ἀπό τό ἅγιον Ποτήριον. Ἐγώ δέν ἔχω καμμιάν κατηγορίαν νά κάμω κατά τῶν παπάδων, διότι εἶναι παπάδες καί ἔχουν τόν Χριστόν ὁπού τούς παιδεύει καί ὅ,τι σφᾶλμα κάμουν ἔχει ὁ Χριστός ράβδον σιδηρᾶν δι᾿ αὐτούς.
Συνεχίζει πάνω σ᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου ἔχουν ἐξουσία νά δεσμεύουν, ἀλλά μόνο τά σώματα. Ἡ δέσμευση πού κάνουν οἱ Κληρικοί ἀγγίζει τήν ἴδια τήν ψυχή καί φτάνει στά οὐράνια. Οἱ γονεῖς πάλι φέρνουν παιδιά γι᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Οἱ Ἱερεῖς κάνουν πνευματικά παιδιά, ἄξια γιά τήν μέλλουσα ζωή.
Ἔλεγε ἕνας ἅγιος Γέροντας, ὅτι αὐτός πού δέν κατακρίνει τόν ἀδελφό του εἶναι σημάδι σεσωσμένου ἀνθρώπου. Εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ἀνήκει στίς τάξεις τῶν σεσωσμένων ἀνθρώπων, ὅτι εἶναι καθαρός καί ἕτοιμος γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τό πρῶτο παράδειγμα ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Αὐτός ὁ ἅγιος ἐφημίζετο ὅτι δέν κατακρίνει κανένα ἄνθρωπο καί μάλιστα μοναχό ἤ ἱερωμένο, διότι κάποια φορά τήν ἔπαθε καί τοῦ ἔγινε ἕνα καλό μάθημα.
Κάποτε ἕνας μοναχός κατέβηκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί πῆγε σ᾿ ἕνα μαγειρεῖο κάτι νά ψευτοφάει. Ἐκεῖ πού καθόταν, ἔρχεται καί πέφτει στά πόδια του μία γυναίκα. Πάτερ, σῶσε με, τοῦ εἶπε. Πάρε με τώρα καί πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μοναστήρι, μή με ξανακερδίσει πάλι ὁ διάβολος. Μόλις σέ εἶδα κάτι ἔγινε μέσα μου καί εἶπα νά σταματήσω τήν ἁμαρτία. Ἄν δέν μέ πάρεις ἀπ᾿ ἐδῶ πολύ φοβοῦμαι, ὅτι πάλι θά πέσω στήν αἰσχρή ἁμαρτία. Ὁ μοναχός βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Τί νά κάνει; Νά τήν πάρει μαζί του, τί θά πεῖ ὁ κόσμος; Νά τήν ἀφήσει ἐκεῖ, νά πέσει πάλι στά δίχτυα τῆς ἁμαρτίας, θά φταίει ὁ ἴδιος. Προτίμησε νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τήν πῆρε καί τήν ὁδήγησε σ᾿ ἕνα μοναστήρι. Ἡ γυναίκα αὐτή ἔγινε καλή μοναχή, ἔζησε μέ ἄσκηση καί ἀγώνα. Ἀκόμη ἐπιτελοῦσε καί θαύματα.
Ὅμως τό σούσουρο ἔγινε. Διαδόθηκε παντοῦ, ὅτι ὁ μοναχός γυρίζει ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ μέ μία γυναίκα τοῦ δρόμου. Πῆγαν κάποιοι καί τό εἶπαν στόν Πατριάρχη Ἰωάννη. Ἐκεῖνος τούς πίστεψε καί διέταξε νά τόν συλλάβουν καί νά τόν φέρουν μπροστά του. Διέταξε νά τόν μαστιγώσουν καί νά τόν ρίξουν στή φυλακή. Ὁ μοναχός, πού ἦταν ταπεινός καί πολύ πνευματικός ἄνθρωπος, τά ἀνέχθηκε ὅλα χωρίς νά διαμαρτυρηθεῖ καθόλου.
Τό βράδυ πού κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης βλέπει στόν ὕπνο του τόν μοναχό νά τοῦ λέει, ἅγιε Πατριάρχα, σοῦ ἀρέσει αὐτό; Καί ξεγυμνώνοντας τήν πλάτη του ἔδειξε τίς πληγές ἀπό τά μαστιγώματα. Ξύπνησε ἔντρομος ὁ Πατριάρχης καί λέει στόν διάκονό του, νά πάει νά φέρει τόν μοναχό ἀπό τήν φυλακή. Γιά νά δῶ, πάτερ, τήν πλάτη σου, τοῦ εἶπε. Ὁ μοναχός ἔκανε ὑπακοή καί ἔβγαλε τό ροῦχο του καί ξαφνικά, καθώς ἔπεσε τό ροῦχο του, εἶδε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅτι ὁ μοναχός εἶναι εὐνοῦχος, πού ἐσήμαινε ὅτι ἐκ φύσεως ἦταν ἀδύνατο νά ἁμαρτήσει. Ὁ Πατριάρχης ζήτησε ταπεινά συγγνώμη γι᾿ αὐτό πού ἔγινε καί ὁ μοναχός πῆγε στήν ἔρημο, στό ἀσκητήριό του. Μετά ἀπό αὐτό τό πάθημα ὁ Πατριάρχης ὑποσχέθηκε νά μή κατακρίνει ποτέ κανένα.
Αὐτό τό ἔμαθε ἕνας ἀσκητής ὀνόματι Βιτάλιος καί εἶπε, θά δοκιμάσω τόν Πατριάρχη, ἄν πράγματι δέν κατακρίνει. Κατέβηκε καί αὐτός στήν Ἀλεξάνδρεια καί παρίστανε τόν ἄσωτο φορώντας τό ράσο του. Τήν ἡμέρα δούλευε στό λιμάνι καί τήν νύχτα πάγαινε σέ σπίτια ἁμαρτωλά. Ἔπαιρνε μία- μία τίς ἁμαρτωλές γυναῖκες, τίς ἔδινε χρήματα καί τίς ἔλεγε νά μείνουν καθαρές καί νά μή ἁμαρτήσουν. Ὁ ἴδιος ἔβγαζε ἀπό τόν τορβά του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας καί προσευχόταν ὅλη τήν νύχτα μέ δάκρυα, μετάνοιες καί κομποσχοίνια. Βλέποντας αὐτά τά πράγματα οἱ ἁμαρτωλές γυναῖκες, ἄρχισαν μία-μία νά μετανοοῦν καί νά ἀλλάζουν ζωή. Ἄλλες παντρευόντουσαν καί ζοῦσαν πλέον μέ σωφροσύνη καί ἄλλες πήγαιναν σέ μοναστήρι.
Τά στόματα ὅμως τῶν ἀνθρώπων δούλευαν. Ἔχυναν φαρμάκι κατά τοῦ μοναχοῦ. Ἔλεγαν πάλι στόν Πατριάρχη, συμμάζεψέ τον. Εἶναι ὁ χειρότερος μοναχός. Ἐξ αἰτίας του ὑβρίζεται ἡ Ἐκκλησία. -Μή κρίνετε τόν μοναχό, τούς ἔλεγε ἐκεῖνος. Ὁ μοναχός συνέχιζε τήν ἴδια τακτική καί κέρδιζε ἐπί πλέον ψυχές. Κάποια μέρα πού πῆγε στό λιμάνι, δῆδεν πάλι νά δουλέψει, ὅπως ἐνομίζετο, τόν πλησίασε ἕνας νεαρός καί τόν χαστούκισε. Θεομπαίχτη, τοῦ εἶπε, μέχρι πότε θά προσβάλεις τό σχῆμα σου; Τότε ὁ μοναχός Βιτάλιος τοῦ εἶπε, θά ἔρθει καιρός, πού αὐτό τό ράπισμα θά τό πάρεις πίσω καί θά τό ἀκούσει ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια. Ἔξω ἀπό τήν πόλι σ᾿ ἕνα κρυφό μέρος ἔχτισε ἕνα καλύβι καί πήγαινε ἐκεῖ γιά νά προσευχηθεῖ, χωρίς νά τόν παίρνουν εἴδηση.
Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε τό τέλος του, πῆγε σ᾿ ἐκεῖνο τό καλύβι, προσευχήθηκε γιά τελευταία φορά, ξάπλωσε, σταύρωσε τά χέρια του καί παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη τήν στιγμή ἀκούσθηκε ἕνας ἦχος, σάν ἕνα δυνατό ράπισμα πού τό ἄκουσε ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια καί μία φωνή ἀπευθύνθηκε σ᾿ ἐκεῖνον τόν νεαρό. Ἄθλιε νεαρέ, πάρε τό ράπισμα, πού σοῦ στέλνει ὁ μοναχός Βιτάλιος. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ὁ νέος ἐκεῖνος δαιμονίσθηκε. Γύριζε μέσα στήν πόλι καί φώναζε, ὁ Βιτάλιος εἶναι ἅγιος, ὁ Βιτάλιος ἔκανε θαύματα καί ἔσωσε αὐτές τίς ἁμαρτωλές γυναῖκες. Πῆγε ὁ Πατριάρχης μέ ὅλο τό Ἱερατεῖο καί προσκύνησε τό σεπτό λείψανο τοῦ Βιταλίου καί ἔβαλε κανόνα αὐστηρό σέ ὅσους κατηγόρησαν τόν ἅγιο μοναχό.
Ἄλλο παράδειγμα, μᾶς τό διασώζει ὁ μακαριστός Καθηγούμενος Γαβριήλ ὁ Διονυσιάτης.
Ἔλεγε, εἶναι βαρύ ἁμάρτημα ἡ ἱεροκατηγορία καί ὁ χλευασμός τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν μακρά περίοδο τῶν 70 χρόνων, πού ἔζησα στόν εὐλογημένο αὐτό τόπο, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶδα πολλές τιμωρίες ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας. Σ᾿ ἕνα χειρόφραφο τῆς Μονῆς εἶδα τήν ἑξῆς διήγηση:
Σ᾿ ἕνα χωριό, ἐνῷ ὁ γέροντας ἱερέας ἦταν κατά ἄλλα καλός καί ἰδιαίτερα φιλακόλουθος, εἶχε τό πάθος τῆς μέθης. Ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν Ἐκκλησία, κατευθυνόταν ἀπό τό πάθος του στά καφενεῖα καί μέ 2-3 ποτηράκια ζαλιζόταν, ἔχανε τόν ἑαυτό του. Ὁ ἀδελφός του πού τόν ἔβλεπε σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, ἔβγαινε στήν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ του καί τόν ἐμούτζωνε ἀπό πίσω μέ τό δεξί του χέρι.
Μετά ἀπό λίγο πέθανε ὁ ἀδελφός. Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια τόν ξέθαψαν καί βρῆκαν τό δεξί του χέρι ἄλιωτο. Τό ξαναέθαψαν σέ ἄλλο μέρος, ἀλλά καί πάλι τό βρῆκαν ἄλιωτο. Τότε μέ τήν συμβουλή τοῦ ἄλλου ἱερέως ἔβαλαν τό χέρι στόν Ναρθηκα τοῦ Ναοῦ καί πέρασαν ἀπό ἐκεῖ μπροστά ὅλοι οἱ συγχωριανοί, γιά νά τόν συγχωρήσουν, μήπως σάν ἔμπορος πού ἦταν ἔκανε ἀδικίες ἤ δέν ζύγιζε καλά αὐτά πού πουλοῦσε, ἀλλά καί πάλι τίποτε. Τό ξαναέθαψαν καί πάλι τίποτε, ἐξακολουθοῦσε τό χέρι νά παραμένει ἄλιωτο. Τότε ἕνας ἄλλος ἔμπορος πού ἦταν στό ἀπέναντι μαγαζί εἶπε τά καθέκαστα. Ὅτι δηλαδή πολλές φορές τόν εἶδε νά μουντζώνει τόν ἱερέα, ὁ ὁποῖος ὅπως εἴπαμε ἦταν καί ἀδελφός του. Παρακάλεσαν τόν ἱερέα νά κάνει τρισάγιο καί νά διαβάσει πάνω στό χέρι τήν συγχωρητική εὐχή. Μόλις ἔγινε αὐτό, ἀμέσως τό χέρι ἔλιωσε καί ἔμειναν τά ὀστά γυμνά.
Καί ἐρωτᾶ ὁ μακαριστός π. Γαβριήλ. Χρειάζονται σχόλια; Ἡ ὅποια κατάκριση, τά σχόλια, οἱ ἱεροκατηγορίες, οἱ διάφορες χειρονομίες εἰς βάρος τῶν ἱερέων, εἶναι πολύ μεγάλες ἁμαρτίες.
Καλά μᾶς τά λές, πάτερ, θά πεῖ κάποιος. Μά ἄν ὁ ἱερεύς δέν εἶναι καλός, εἶναι ἀνάξιος, θά τοῦ τήν χαρίσουμε; δέν θά ποῦμε τίποτε ἀφοῦ μᾶς προκαλεῖ; Ἐδῶ θά ποῦμε καί πάλι ὄχι. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε τό παραμικρό ἐναντίον κανενός. Πρῶτα-πρῶτα δέν ὑπάρχουν ἄξιοι καί ἀνάξιοι ἱερεῖς. Κάθε ἱερεύς χειροτονημένος κανονικά ἀπό κανονικό Ἀρχιερέα εἶναι ἄξιος καί κανονικός. Ἔχει τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, ἄν ὁ ἱερεύς εἶναι καλός καί τόν πάρουμε στό στόμα μας, εἶναι ἀναμμένο κάρβουνο καί θά μᾶς κάψει. Ἄν εἶναι κακός ὡς ἄνθρωπος, εἶναι κάρβουνο σβυσμένο καί τότε, ἄν ἀσχοληθοῦμε μέ αὐτόν, θά μᾶς μαυρίσει καί θά μᾶς μουντζουρώσει. Γιά τήν κόλαση νά εἶναι, γιά τό ἀνάθεμα νά εἶναι, δέν μποροῦμε νά τόν κατηγορήσουμε, γιατί ἔστω καί ἀναξίως ἔχει ἐπάνω του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί αὐτό τόν κάνει ἱερό καί ἀξιοσέβαστο.
Στό πάθος τοῦ Κυρίου ὁ Καϊάφας εἶπε μέ κακία βέβαια, ὅτι συμφέρει νά πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος γιά χάρη τοῦ λαοῦ, παρά νά χαθεῖ ὁλόκληρο τό ἔθνος τῶν Ἑβραίων. Σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅτι αὐτό δέν τό εἶπε ἁφ᾿ ἑαυτοῦ του, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἦταν ἀρχιερεύς ἐκείνης τῆς χρονιᾶς προεφήτευσε, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν ὡδήγησε νά πεῖ τά λόγια αὐτά. Βλέπετε, παρ᾿ ὅτι ἦταν διεφθαρμένος, γιά τό ἀνάθεμα ἦταν, γιά τήν κόλαση ἦταν, ἐνεργοῦσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Δέν προφήτευσε ὡς ἄξιος, ὡς ἄνθρωπος ἀρετῆς, ἀλλά ὡς ἀρχιερεύς τοῦ ἔτους ἐκείνου. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό καί μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση, πῶς πρέπει νά φερώμαστε καί στούς ἀναξίους.
Κάτι ἀνάλογο ἔλεγε καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης μας Καλλίνικος. Ὁ ἱερεύς μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἴδιος γιά τήν κόλαση. Ὅμως ὅλους τούς ἄλλους μπορεῖ νά τούς βάλει στόν παράδεισο. Ἐμεῖς δέν ἐξετάζουμε τό ποιόν τοῦ ταχυδρόμου. Κοιτᾶμε τήν ἐπιταγή πού μᾶς φέρνει. Ἄν ὁ ταχυδρόμος δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος, θά ἀρνηθοῦμε νά παραλάβουμε ἀπό τά χέρια του τήν ἐπιταγή πού μᾶς φέρνει;
Τόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ σεβασμός μας πρός τούς ἱερεῖς, ὥστε οὔτε καθηρημένο μποροῦμε νά κατηγορήσουμε.
Δώστε προσοχή στό παρακάτω γεγονός. Ἔγινε στόν Πειραιά πρίν ἀπό κάποια χρόνια, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης ὁ Χρυσόστομος.
Στόν Πειραιά ἀπό χρόνια καθαιρέθηκε ἕνας Ἀρχιμανδρίτης, πού ἦταν καί καθηγητής. Μετά τήν καθαίρεση, ὡς λαϊκός πλέον, ζήτησε μετάθεση καί ἐργαζόταν στήν ἐπαρχία. Σέ κάποιες διακοπές γύρισε στόν Πειραιά νά δεῖ τούς δικούς του. Τόν εἶδαν δύο γειτόνισσες καί ἄρχισαν τό κουτσομπολιό.
Τόν εἶδες; Γνώρισες ποιός εἶναι;
Ὄχι, ἀπάντησε ἡ ἄλλη.
Εἶναι ὁ παπᾶς πού ξύρισαν.
Ἡ ἄλλη μόλις τό ἄκουσε, χωρίς μυαλό ὅπως ἦταν, σήκωσε τά δυό της χέρια καί τόν φασκέλωσε, τόν μούντζωσε ἀπό πίσω.
Δέν πέρασε χρόνος καί ἡ γυναίκα αὐτή πέθανε. Μετά τρία χρόνια ἔγινε ἡ ἐκταφή της. Βγῆκε ὅλη λυωμένη, ἐκτός ἀπό τά δυό της χέρια. Ἦταν κατάμαυρα, σάν νά τά εἶχαν βάψει ἐκείνη τήν ὥρα μέ μαύρη μπογιά. Φώναξαν τόν ἱερέα τοῦ νεκροταφείου νά διαβάσει τρισάγιο καί συγχωρητική εὐχή μιά, δυό, τρεῖς φορές ... μά τίποτε δέν ἔγινε. Τά χέρια παρέμεναν μαῦρα, πρησμένα, ἀπαίσια στήν ὄψη, μέ μεγάλα νύχια.
Εἰδοποίησαν τόν Μητροπολίτη, πού διάβασε τήν Ἀρχιερατική συγχωρητική εὐχή, ἀλλά καί πάλι δέν ἔγινε τίποτε. Ἀνάμεσα στούς παρευρισκομένους ἦταν καί ἡ ἄλλη γειτόνισσα. Σκέφθηκε ὅτι κάτι θά πρέπει νά ἔκανε, γιά νά μή λυώνουν τά χέρια της. Θυμήθηκε ἐκεῖνο τό περιστατικό μέ τήν μούντζα καί τούς διηγήθηκε τί εἶχε συμβεῖ. Ὁ Μητροπολίτης εἶπε νά βροῦν τόν καθηρημένο ἱερέα καί κάποιο ἀπόγευμα πραγματικά πῆγαν μαζί μέ τόν Μητροπολίτη καί πάλι στό νεκροταφεῖο. -Κοίταξε, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης. Μπορεῖ νά εἶσαι καθηρημένος, μά ἡ χάρις τῆς Ἱερωσύνης δέν ἔφυγε. Εἶναι κολλημένη καί ἑνωμένη μέ τό εἶναι σου καί τήν ψυχή σου. Συγχώρεσέ την. Πές νά εἶσαι λελυμένη καί συγκεχωρημένη.
Ὅταν ὁ καθηρημένος παπᾶς εἶπε τά λόγια αὐτά, τά χέρια ἔλυωσαν στή στιγμή!!
Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, δέν ἐπιτρέπεται νά κατηγοροῦμε καί νά προσβάλουμε ἱερεῖς οὔτε κανονικούς, οὔτε καθηρημένους, οὔτε διακόνους.
Διαβάζουμε σ᾿ ἕνα Γεροντικό: Στά χρόνια τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, πού ἦταν πρεσβύτερος σέ μία σκήτη, ὑπῆρχε ἕνας διάκονος, Παφνούτιος στό ὄνομα, ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς. Αὐτόν σκεφτόταν ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος νά κάνει ἱερέα καί νά ἀφήσει διάδοχό του. Κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς σκήτης, παρακινούμενος ἀπό τόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μας διάβολο, ἐφθόνησε τόν Παφνούτιο καί σκέφτηκε νά τοῦ κάνει κακό. Πῆγε καί ἔκρυψε κάποιο βιβλίο του στό κελλί τοῦ διακόνου καί κατόπιν παραπονέθηκε στόν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, ὅτι κάποιος ἀπό τούς ἀδελφούς τοῦ ἔκλεψε τό βιβλίο. Δόσε μου δύο πατέρες γιά νά κάνουμε ἔρευνα στά κελλιά, τοῦ εἶπε. Πράγματι ἔκαναν τήν ἔρευνα καί τό βιβλίο βρέθηκε στό κελλί τοῦ διακόνου. Ἐκεῖνος, παρ᾿ ὅτι ἦταν ἀθῶος, δέν διαμαρτυρήθηκε, δέν προσπάθησε νά ὑπερασπισθεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἔβαλε μετάνοια στόν ἡγούμενο μπροστά σέ ὅλο τό ἐκκλησίασμα καί εἶπε μέ ταπείνωση, ἁμάρτησα, βάλτε μου ἐπιτίμιο. Πράγματι τοῦ ἔβαλαν κανόνα νά μή κοινωνήσει ἐπί τρεῖς ἑβδομάδες. Κάθε φορά πού ἔμπαιναν στήν Ἐκκλησία, ὁ Παφνούτιος ἔβαζε μετάνοια σέ κάθε εἰσερχόμενο καί ἔλεγε, συγχωρέστε με, γιατί ἁμάρτησα. Ὅταν μετά τρεῖς ἑβδομάδες ἔγινε δεκτός στήν Θεία Κοινωνία, ὁ συκοφάντης του δαιμονίσθηκε. Ἄρχισε νά κραυγάζει δυνατά, σάν νά τόν ἔκαιγαν καί νά ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτία του λέγοντας, συκοφάντησα τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ μέγας Ἰσίδωρος εἶπε στόν διάκονο. Ἀφοῦ ἐσύ συκοφαντήθηκες, δέν θά θεραπευθεῖ, ἐάν δέν προσευχηθεῖς ἐσύ. Πράγματι μόλις προσευχήθηκε, ἀμέσως ὁ ἄλλος ἔγινε καλά.
Συνεχίζουμε, ὄχι παπᾶ, ὄχι διάκονο, οὔτε ἀναγνώστη, δηλαδή ψάλτη δέν μποροῦμε νά κατηγορήσουμε. Στήν Καισάρια τῆς Παλαιστίνης κάποια κόρη ἁμάρτησε μέ ἕναν νέο καί ἔμεινε ἔγκυος. Ὅταν φάνηκε ἡ ἐγκυμοσύνη της, ὁ νέος ἐκεῖνος τήν ὁρμήνεψε νά ρίξει τήν εὐθύνη καί νά συκοφαντήσει κάποιον ἀναγνώστη τῆς πόλης, πού τόν ἔλεγαν Εὐστάθιο. Σάν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἐπίσκοπος καθήρεσε τόν ἀναγνώστη ἀπό τό ἀξίωμά του. (Οἱ ἀναγνῶσται χειροθετοῦνται ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί ἀνήκουν στίς τάξεις τοῦ κατώτερου Κλήρου). Ἐκεῖνος ὁ καημένος τούς ἔλεγε ὅτι δέν εἶχε ἁμαρτήσει, ἀλλά κανείς δέν τόν πίστευε, ἀφοῦ ἔβλεπαν τήν κατάσταση τῆς κόρης.
Ἔφυγε ἀπό τήν πόλη καί πῆγε σ᾿ ἕναν ξερότοπο καί ἐπιδόθηκε σέ αὐστηρή ἄσκηση καί προσευχή μέ πόνο. Ἐσύ, Κύριε, πού εἶσαι καρδιογνώστης ὅλων, γνωρίζεις καί τίς δικές μου πράξεις. Ἐσύ φανέρωσε τήν ἀλήθεια. Περνοῦσε ὁ καιρός καρτερικά μέ προσευχές καί νηστεῖες , ὥσπου ἦρθε καί ἡ ὥρα νά γεννήσει ἐκείνη ἡ κόρη. Αἰσθανόταν πόνους ἀβάσταχτους, ἔβλεπε σκοτεινά ὀράματα καί βασανιζόταν ἐπί ἑπτά ἡμέρες, ἀλλά τό παιδί δέν ἔβγαινε ἀπό τήν κοιλιά της. Καθώς λοιπόν δέν μποροῦσε οὔτε νά ζήσει, οὔτε νά πεθάνει, οὔτε νά γεννήσει κάλεσαν οἱ δικοί της τόν Ἐπίσκοπο, γιά νά προσευχηθεῖ καί νά βοηθήσει ἔτσι ὁ Θεός. Ἐκείνη ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά λέει μέ σπαρακτικές κραυγές: Ἀλίμονό μου, τήν ἄθλια. Κινδυνεύω νά χαθῶ, γιατί ἔπεσα σέ δύο κακά, στήν πορνεία καί στήν συκοφαντία. Ἄλλος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, δέν εἶναι ὁ ἀναγνώστης. Σηκώνεται ὁ Ἐπίσκοπος καί πηγαίνει στό κελλί πού ἦταν κλεισμένος ὁ Εὐστάθιος. Τοῦ ζήτησε συγγνώμη καί τόν παρεκάλεσε νά προσευχηθεῖ στόν Θεό, νά ἀπαλλάξει τήν νέα ἀπό τούς ἀνυπόφορους πόνους τῆς γέννας. Ἔκαναν μαζί προσευχή καί χωρίς καθυστέρηση ἐλευθερώθηκε ἐκείνη ἡ ταλαίπωρη ἀπό τήν ἀγωνία καί γέννησε τό παιδί. Ἱκέτευε ὅλους νά τήν συγχωρήσουν, γιά τήν ἀνομία πού ἔκανε εἰς βάρος τοῦ δικαίου.
Θά τό πῶ καί πάλι, οὔτε ἱερέα μποροῦμε νά κατηγορήσουμε, οὔτε διᾶκο, οὔτε ψάλτη, οὔτε ὑποψήφιο παπᾶ. Παλαιότερα στήν Κόρινθο ἦταν ἕνας σπουδαῖος Μητροπολίτης ὁ Μιχαήλ, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς. Πήγαινε στήν ὀρεινή Κορινθία γιά νά χειροτονήσει κάποιο νέο. Ἦταν καλοκαίρι καί εἶχε ἀνοιχτό τό παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου. Σέ κάποια ἀνηφορική στροφή τοῦ δρόμου κάποιοι πέταξαν μία πέτρα τυλιγμένη σ᾿ ἕνα χαρτί. Ἦταν γραμμένη μία καταγγελία εἰς βάρος τοῦ ὑποψηφίου καί συνεπῶς δέν μποροῦσε νά κάνει τήν χειροτονία. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνακοίνωσε στόν κόσμο τήν ματαίωση τῆς χειροτονίας. Ἄν εἶναι ἀλήθεια, νά ἔρθουν νά τό καταθέσουν φανερά. Ἄν ὅμως εἶναι ψέμα καί συκοφαντία, οἱ ὑπαίτιοι νά μή κλείσουν μάτι. Αὐτά εἶπε ὁ Δεσπότης. Οἱ ἔνοχοι ἦσαν δύο-τρεῖς, πού δέν ἤθελαν τόν συγκεκριμένο γιά παπᾶ στό χωριό τους. Ἤθελαν κάποιον ἄλλο. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη δέν μποροῦσαν νά κλείσουν μάτι, νά κοιμηθοῦν, νά ἀναπαυθοῦν νά σταθοῦν στά πόδια καί ἄρχισαν νά ἀδυνατίζουν, νά ὑποφέρουν. Τούς πῆγαν στό νοσοκομεῖο σέ κακή κατάσταση. Τότε κατάλαβαν τό σφάλμα τους καί τό ἀνακοίνωσαν στούς δικούς τους καί ἐκεῖνοι στόν Ἐπίσκοπο. Ὁ Δεσπότης εἶπε νά τούς πᾶνε στήν Μητρόπολη καί τούς μετάφεραν σέ φορεῖο. Ἐκεῖ καί πάλι ὁμολόγησαν τήν πράξη τους, ὅτι ὅσα ἔγραψαν στό χαρτί ἦσαν συκοφαντίες γιά τόν ὑποψήφιο καί ζήτησαν συγγνώμη. Κατόπιν τούτου τούς διάβασε συγχωρητική εὐχή καί τότε ἠρέμησαν καί κοιμόντουσαν ἐπί ἕνα μήνα συνεχῶς. Αὐτά φτάνουν. Δέν εἶναι ἀρκετά, γιά νά μᾶς δείξουν πόσο φοβερό ἁμάρτημα εἶναι ἡ ἱεροκατηγορία καί ὅτι πρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε;
Ἀγαπητοί μου,
Ἄς θυμηθοῦμε γιά λίγο τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν. Ὁ Κύριος τούς ἔστειλε στούς ἱερεῖς, γιά νά πιστοποιήσουν τήν θεραπεία τους. Καί αὐτό ὄχι χωρίς λόγο. Ἤθελε ὁ Θεός νά διδάξει, νά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους νά καταφεύγουν στούς Ἱερεῖς. Ὅπως ὑπάρχει ἡ λέπρα τοῦ σώματος, ἔτσι ὑπάρχει καί ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ἡ ἁμαρτία καί γιά τήν θεραπεία της στούς ιερεῖς πρέπει νά καταφεύγουν. Ἄν ἦταν στό χέρι μας, ποτέ δέν θά πηγαίναμε ἀπό μόνοι μας. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός λέγει Ναί, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά λέμε Ὄχι. Δέν μᾶς συγχωρεῖ οὔτε ἡ Παναγία, οὔτε οἱ Ἅγιοι, οὔτε οἱ Ἄγγελοι. Θά μᾶς συγχωρήσει ὁ παπᾶς, ὁ ἁμαρτωλός, αὐτόν πού ἐμεῖς κατηγοροῦμε καί δέν θέλουμε νά φιλήσουμε τό χέρι του. Αὐτός εἶναι ὁ ἐντεταλμένος καί ὁ πληρεξούσιος. Εἴτε τό θέλουμε, εἴτε δέν τό θέλουμε σ᾿ αὐτόν θά πᾶμε, μπροστά του θά ταπεινωθοῦμε, μπροστά του θά γονατίσουμε, μπροστά του θά ἐξομολογηθοῦμε καί ἄν δέν τό κάνουμε, δέν θά βροῦμε οὔτε τόν Θεό, οὔτε τήν συγχώρηση. Θά μείνουμε κολλημένοι πάνω στίς ἁμαρτίες μας.
Ὁ διάβολος γνωρίζει πολύ καλά τί μεγάλη ζημία τοῦ κάνει τό πετραχήλι τοῦ παπᾶ, γι᾿ αὐτό τό πολεμάει μέ λύσσα. Διαδίδονται καί κυκλοφοροῦν χίλια δυό εἰς βάρος τῶν Ἱερέων. Οἱ δημοσιογράφοι στίς τηλεοράσεις ἠδονίζονται ὅταν χύνουν τό φαρμάκι τῆς ψυχῆς τους στούς Ἱερωμένους. Ἀπό τά 100 τά 99 εἶναι ψέματα, εἶναι συκοφαντίες. Ὅλοι ἄκουσαν ἀπό ἄλλον, κανείς δέν εἶδε.
Θέλουμε ἅγιο Ἱερέα, γιά νά ἐξομολογηθοῦμε καί νά κοινωνήσουμε. Ὁ Ἰούδας εἶχε τόν καλύτερο πνευματικό. Κοινώνησε ἀπό τά ἁγιότερα χέρια, ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Πόσο ὀφελήθηκε; Καθόλου. Μπῆκε ὁ διάβολος μέσα του, μᾶς λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἄρα τό θέμα δέν εἶναι, ποιός μᾶς εἶναι αὐτός πού δίνει, ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός πού παίρνει.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔπαιρνε τροφή ἀπό ἕναν κόρακα, ἀπό ἕνα βρώμικο πουλί. Ἀρνήθηκε ποτέ ὁ προφήτης; Εἶπε δέν παίρνω τήν τροφή, θέλω νά μοῦ τήν στέλνεις μέ κάποιο καθαρότερο πτηνό, μέ κάποιο περιστέρι;
Ὅταν ὁ Χριστός ἔμπαινε στά Ἱεροσόλυμα, ὁ κόσμος τόν ὑποδέχθηκε μέ ζητωκραυγές. Τόν ἐπευφημοῦσαν καί ἔστρωναν στό διάβα Του λουλούδια καί κλαδιά ἀπό τά δέντρα. Καί ποιός πατοῦσε πάνω σ᾿ αὐτά; Ὁ Χριστός; Ὄχι, ἕνας γάϊδαρος. Καί σᾶς ἐρωτῶ, ἄν ἕνα ζῶο τυγχάνει τέτοιας τιμῆς καί περιποιήσεως, ποιᾶς τιμῆς πρέπει νά εἶναι ἄξιος ὁ Ἱερεύς πού φέρει τόν Χριστό, πού κρατάει στά χέρια του τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τό Ἅγιο Δισκοπότηρο; Ποιός κερδίζει, ὅταν περιφρονοῦμε τόν Ἱερέα; Ὁ διάβολος. Οἱ χαμένοι εἴμαστε πάντοτε ἐμεῖς. Σάν ἄνθρωπος ἴσως νά μή ἀξίζει, ἴσως δέν λέει πολλά. Ἡ μεγάλη του ἀξία ἔγκειται στό ὅτι ἔχει τήν Ἱερωσύνη, τό μέγα χάρισμα ἀπό τό Θεό.
Διαβάζουμε στήν Π. Διαθήκη: Ὅταν παντρεύτηκε ὁ Μωϋσῆς, δέν πῆρε γυναίκα Ἑβραία, ἀλλά Αἰθιόπισσα. Τά ἀδέλφια του, ὁ Ἀαρών καί ἡ Μαριάμ, τόν κατηγόρησαν, δέν τούς ἄρεσε αὐτό πού ἔκανε ὁ Μωϋσῆς. Σάν τιμωρία ἀπό τόν Θεό ἡ Μαριάμ λεπρώθηκε. Ἔβγαλε λέπρα ἀπό τά νύχια ὡς τήν κορφή. Ὁ Ἀαρών ὅμως ὄχι. Γιατί δέν τιμωρήθηκε καί αὐτός, ἀφοῦ καί αὐτός ἁμάρτησε καί αὐτός κατηγόρησε; Ὁ Ἀαρών ἦταν Ἀρχιερεύς καί θέλησε μέ τόν τρόπο αὐτό νά πεῖ ὁ Θεός, ὅτι ἡ Ἱερωσύνη δέν λεπροῦται, ἡ Ἱερωσύνη δέν ἁμαρτάνει.
Ἁμαρτάνουμε ὡς ἄνθρωποι, δέν ἁμαρτάνει ἡ Ἱερωσύνη μας, δέν ἁμαρτάνει τό ράσο. Αὐτά εἶναι καθαρά, γιατί εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τό χέρι τοῦ Ἱερέως θά τό φιλήσουμε, ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι. Ἀφοῦ τόν τιμᾶ ὁ Θεός, πρέπει νά τόν τιμήσουμε κι᾿ ἐμεῖς. Ὅταν βλέπουμε τό ράσο, σαράντα δίπλες πρέπει νά κάνουμε. Νά τοῦ βάζουμε μετάνοια, νά τοῦ φιλοῦμε τό χέρι, νά ζητοῦμε τήν εὐχή του. Ἔτσι θά φύγει ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς μας. Ὅποιος δέν τό κάνει εἶναι ἀντίθεος καί ἀντίχριστος. Εἶπε ὁ Κύριος, ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἀθετεῖ τόν ἀποστείλαντά με. Ὅποιος σᾶς περιφρομεῖ, ὅποιος σᾶς προσβάλλει, προσβάλλει ἐμένα τόν ἴδιο καί τόν ἐπουράνιο Πατέρα μου πού μ᾿ ἔστειλε στή γῆ. Στό Συστατικό Γράμμα Χειροτονίας πού μᾶς ἔδωσε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Καλλίνικος, μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφε. Ἡ πρός τόν Ἱερέα τιμή πρός αὐτόν τόν Θεόν διαβαίνει, ὥσπερ ἄρα καί τἀνάπαλιν.
Ἀδελφοί μου, τελείωσα.
Ἄς ἀναλογισθοῦμε τό ἰλιγγιῶδες ὕψος τῆς Ἱερωσύνης, ἄρα τῶν Ἱερέων. Νά πεισθοῦμε, νά τό καταλάβουμε βαθιά μέσα μας, ὅτι δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἐξετάζουμε τήν ζωή τους μέ σκοπό νά τούς κατηγορήσουμε καί νά τούς διασύρουμε. Σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον ἱκέτην; ἐρωτᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μίλησε ἀπότομα καί μᾶς πρόσβαλε ὁ Παπᾶς. Γιά τό τρισάγιο πού ἔκανε ζήτησε 5 Ε. Λάθος καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Γι᾿ αὐτούς τούς λόγους πρέπει νά ἁμαρτήσουμε κι᾿ ἐμεῖς; Νά ποῦμε ὅσα πρέπει καί ὅσα δέν πρέπει; Στήν ζωή του δέν ἔκανε κανένα καλό σέ μᾶς ἤ στούς ἄλλους καί τώρα ἐμεῖς μέ τό παραμικρό θά τόν κατασπαράξουμε; Δέν εἶναι καί αὐτοί ἄνθρωποι σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες; Ἄς σκεφτοῦμε μέ τί πονηρία, μέ πόση μαεστρία τούς πολεμᾶ ὁ κοινός καί αἰώνιος ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας διάβολος. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά τούς ἔχουμε πάντοτε στήν προσευχή μας. Αὐτοί πού κατηγοροῦν τούς Κληρικούς, προσευχήθηκαν ποτέ γι᾿ αὐτούς;
Νά προσευχώμαστε λοιπόν, νά τούς σκεπάζει ὁ Θεός, νά τούς προστατεύει ἀπό τά πεπηρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ. Νά τούς φωτίζει καί νά τούς ἐνισχύει στό βαρύ ἔργο τους, στήν δύσκολη μά ἱερή ἀποστολή τους. Νά τούς διατηρεῖ πάντοτε ὄρθιους, γιά νά μᾶς εὐλογοῦν, νά μᾶς ἁγιάζουν, νά ἀνοίγουν τόν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε νά περάσουμε ὅλοι μας τό κατώφλι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου