Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Κεφάλαια Ἀσκητικὰ καὶ Θεολογικὰ Ἀββᾶ Ἰουστίνου Πόποβιτς.




    Ποῦ εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Εὐρώπης; Ποῦ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός; Μήπως στὴν ἀτσαλένια κονίστρα ποὺ γεννήθηκε τὸ γερμανικὸ βρέφος, ὁ εὐρωπαϊκὸς πόλεμος; Χριστιανισμοὶ ἐδῶ, χριστιανισμοὶ ἐκεῖ, στὴν ἔρημο καὶ στὶς πόλεις, στὰ κανόνια καὶ στοὺς φόνους, μὰ ὁ Χριστὸς πουθενά: «Ὅτι ἦραν τὸν Κύριον μου καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (Ἰω. 20, 13). Ἦρθαν πολλοὶ μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω τους καὶ τὸν λύκο μέσα τους. Ἦρθαν πολλοὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Χριστός», μὰ διέκρινα πὼς ἀγάπη Χριστοῦ δὲν εἶχαν μέσα τους…
    Τροφή μου εἶναι τὰ βιβλία, γράμματα τρώω – μὲ τὰ γράμματα τρέφομαι. Βιβλιοφάγος καὶ γραμματοφάγος, γιὰ αὐτὸ εἶμαι μονίμως πεινασμένος καὶ διψασμένος. Σὰν νὰ μοῦ ἔχουν πέσει τὰ αὐτιὰ καὶ δὲν ἀκούω τοὺς λόγους Ἐκείνου: «Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰω. 4, 34). Τὸ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ πνεῦμα ζωοποιεῖ. Ὅλη ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλη ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶναι τάχα ἕνα κομποσκοίνι ἀπὸ γράμματα; Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γραμματισμένος, ἔγινε ὅλος ἕνα ἀλφάβητο καὶ νομίζει πὼς ἔγινε τὸ ἀλφάβητο ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ πολιτισμός μας γεννήθηκε μέσα στὰ τυπογραφεῖα, καὶ κάθε τί τὸ πολιτισμένο ὑποκλίνεται μπροστὰ στὰ γράμματα, σὲ αὐτὰ τὰ λεπτεπίλεπτα εἴδωλα. Ἔτσι, τὰ γράμματα ἔγιναν ὁ θησαυρὸς καὶ οἱ ἐκτιμητὲς κάθε ἀξίας. Ἀκόμα καὶ ὁ Θεὸς ἄρχισε νὰ ἐκτυπώνεται ἀφοῦ ἔπαψε νὰ βιώνεται καὶ νὰ ἐπιβιώνη. Τὰ τυπογραφεῖα μεταμορφώθηκαν σὲ ναούς, σὲ βασίλεια τῶν γραμμάτων· αὐτὸς εἶναι ὁ πολιτισμός μας. Βασίλευσε τὸ γράμμα καὶ σήμερα σκοτώνει τὴν Εὐρώπη, ἀφοῦ «τὸ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορ. 3, 6).
    Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ μόνο παρὰ φύσιν μέσα στὴν φύση καὶ μαζί της ὁ θάνατος καὶ ὁ διάβολος. Ἡ τριάδα αὐτὴ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀφύσικο πρᾶγμα μέσα στὴν φύση τοῦ Θεοῦ, τὸ μόνο ἐνάντιο στὴν φύση. Ἐδῶ τὸ ἀφύσικο αὐτοανακηρύχθηκε σὲ φυσικό. Ἐπιπλέον, ὁ θάνατος ἀνακηρύχτηκε σὲ ζωὴ καὶ ὁ διάβολος ἀνακηρύχτηκε σὲ Θεό.
    Ὅταν μπαίνω σὲ αἴθουσα δίχως εἰκόνα, μοῦ μοιάζει τυφλή, ἀπρόσωπη, δίχως παράθυρο στὸν οὐρανό.
    Ἡ προσευχὴ εἶναι πρόσφορο ζυμωμένο ἀπὸ δάκρυα καὶ καρδιά.
    Γιὰ ποιό λόγο ὑπάρχει ὁ χρόνος; Ποιό τὸ νόημα τοῦ χρόνου; Μὰ γιὰ νὰ σαρκώσει τὴν αἰωνιότητα, διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ σὲ ἄνθρωπο.     Γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ Θεανθρώπου, καὶ διὰ μέσου τοῦ ἀνθρώπου τὴν θέωση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, δηλ. τοῦ κόσμου (Ρμ. 8, Ἐφ. 1 καὶ 4, Κολ. 2). Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ἐνανθρώπησή Του ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ χρόνου καὶ τῆς ὕλης, τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοφυσικῆς ὑπάρξεως.
    Ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίστηκαν σὲ μᾶς οἱ ἐφημερίδες, ἡ ἀνάγνωση δηλαδὴ τῶν ἐφημερίδων, ἔγιναν ἡ «πρωινὴ προσευχὴ τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου». Αὐτὸς ὁ «μοντέρνος» ἄνθρωπος μεταλλάσσεται γοργὰ σὲ «ὑπάνθρωπο» τοῦ ὁποίου ὁ πρόγονος μὰ καὶ ὁ ἔσχατος ἀπόγονος εἶναι ὁ «ἀπάνθρωπος».
    Στὸν Οἰκουμενισμό, ὅλες οἱ ἀδυναμίες, οἱ ἀποκλίσεις, τὰ λάθη, προέρχονται ἀπὸ τὴν κατάχρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀπαιτοῦνται οἱ αὐστηρότατοι περιορισμοὶ καὶ ἡ διορατικότητα τῶν Πατέρων: τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίδεται μονάχα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεανθρώπου, ὡς ἀνταμοιβὴ τῆς πίστεως στὸν Θεάνθρωπο. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Δὲν δίδεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς Θεανθρώπου. Ὅλες οἱ ἀποκλίσεις δὲν εἶναι παρὰ ἀνθρωπιστικὲς πλάνες. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολικὴ παράδοση καὶ κληρονομιά.
    Ἐξάλλου, ἔτσι δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ δυτικὲς «ἐκκλησίες» καὶ αἱρέσεις, τὰ φορτώνουν ὅλα στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Πορεύονται «κατ’ ἄνθρωπον» μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: ἀντὶ τῆς μεθόδου τοῦ Σωτῆρος –τῆς ἀναγεννήσεως τοῢ ἔσω ἀνθρώπου- ὁδεύουν τὴν ὁδὸ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ πασχίζοντας νὰ μεταμορφώσουν τὸ πρόσωπο, διὰ τῆς κοινωνίας καὶ ὄχι διὰ τῆς ὁδοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡ ὁποία συνίσταται στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι διὰ τῆς κοινωνίας.
    Μὴν πορεύεσαι μονάχος κανένα δρόμο τοῦ κόσμου αὐτοῦ παρὰ μονάχα ἔχοντας μπροστά σου τὸν Κύριο Ἰησοῦ ἢ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐμπρός σου, μὲ τὴν πίστη σὲ Ἐκεῖνον ἐμπρός σου, μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον ἐμπρός σου, μὲ τὴν ἀνάσα, τὸ δάκρυ καὶ τὴν κραυγὴ πρὸς Ἐκεῖνον ἐμπρός σου. Τότε θὰ φεύγει ἀπὸ μπροστά σου κάθε θάνατος καὶ κάθε πειρασμός, μὰ ὄχι ἐξαιτίας σου ἀλλὰ ἐξαιτίας Ἐκείνου ποὺ στέκει μπροστά σου.
    Ὁ Κύριος χάριν τῆς νηστείας δίδει τὴν προσευχὴ σὲ αὐτὸν ποὺ νηστεύει. Γιὰ χάρη πάλι τῆς προσευχῆς, δίδει τὴν νηστεία.
    «Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (Ρμ. 14, 17). Ὁ χριστιανοσοσιαλισμὸς ἢ ὁ κομμουνισμὸς ὑπερτονίζει τὸ ἀντίστροφο ρητό: ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βρῶσις καὶ πόσις!
    Διὰ τοῦ Βαπτίσματος, ὁ καθένας μας καθίσταται ἕνας πιθανὸς ἅγιος. Οἱ Ἅγιοι ἐφάρμοσαν στὴν ζωή τους ὅλο τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς, προδιαγεγραμμένο διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, σπερματικῶς δοσμένο.
    Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνθλίψει ἡ μυλόπετρα τῆς λογικῆς θὰ τὸ συνθλίψει ἡ μυλόπετρα τῆς Χάριτος… Ἡ προσευχὴ λεπτύνει σταδιακὰ τὴν ψυχή, ἐξαλείφει ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ αἰσθήματα, μεταπλάθει τὶς ἀτέλειες. Τὸ σῶμα στὸ τέλος καθίσταται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Χριστιανοῦ: ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν Θεό, ποὺ σημαίνει ἀπὸ τὸν διάβολο πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Θεὸς ἀπέσυρε ὅλα τὰ θαυμάσια Του ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοτισμένο πλανήτη, δὲν ἔχει ἀποσύρει ὅμως τὸ πιὸ ἀγαπητό Του θαῦμα: τοὺς οἰκτιρμοὺς καὶ τὸ ἔλεος. Αὐτὰ θὰ τὰ ἀποσύρει τελευταῖα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Φοβερᾶς Κρίσεως.
    Τί εἶναι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων; Εἶναι τὰ δόγματα μεταφρασμένα σὲ ζωή. Καὶ τί εἶναι τὰ δόγματα; Εἶναι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων στὴν πράξη.
    Μὲ τὴν προσευχὴ νὰ ξηραίνης τὰ πάθη τῆς διανοίας σου, μὲ τὴν νηστεία τὰ πάθη τοῦ σώματος. Γιατὶ μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο ἀρετὲς ἐνεργοῦν ὅλες οἱ ὑπόλοιπες.
    Τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ θὰ πρέπει νὰ τὰ ἐκλάβουμε ὡς ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ὄχι σὰν φυσικὴ ἀναγκαιότητα, σὰν ἕνα ἀτύχημα, ἀρρώστια, σὰν τὸν ὀρμαθὸ ὅλων τῶν ἀσθενειῶν: τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ θεραπεύσουμε.
    Οὔτε ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα, οὔτε ἡ δουλεία στὴν ἀμαρτία καὶ τὸ κακό, οὔτε καὶ ἡ ὑπηρεσία στὸ διάβολο. Ὅποιος μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σκέφτεται ἢ ἔτσι διδάσκει ἢ τὸ ἰσχυρίζεται, δὲν εἶναι Χριστιανός. Ἀντίθετα, εἶναι χριστιανομάχος ἀφοῦ ἀπορρίπτει τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν σωτηρία. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς σώση: ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο. Ἔτσι γιὰ πολλοὺς ὁ Χριστιανισμὸς ἔπαψε νὰ εἶναι ἄσκηση καὶ ἀναγκαιότητα καὶ κατήντησε: κόσμημα ἢ ἐθνικὸ ἔθιμο, λαϊκὴ παράδοση, μνημεῖο, ἠθικισμός, φιλοσόφημα, ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ ριζοσπαστικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ θνητὸ σὲ ἀθάνατο, ἀπὸ ἁμαρτωλὸ σὲ ἀναμάρτητο, ἀπὸ διαβολεμένο σὲ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ρηχός, τόσο ρηχὸς ποὺ καταστράφηκε πλήρως. Ἔτσι, ὁ ὑλικὸς πολιτισμὸς ἔγινε τὸ πᾶν. Χάθηκε ἡ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας καὶ κατὰ συνέπεια τῆς εὐλαβείας, τοῦ οὐρανοῦ, τῆς οὐρανίου καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς θεοειδείας του.
    Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀποσυντίθεται ἐπειδὴ δὲν ἔχει μέσα του Θεό, δὲν ἔχει ἐντός του τίποτε τὸ θεϊκό, εἶναι σὰν τὸ κρέας δίχως τὸ ἁλάτι. Ἡ διάνοια σαπίζει, φθείρεται, ἐξαιτίας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπιστίας καὶ διαχέεται, «καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Μτ. 12, 30).
    Μετάνοια! Μόλις ὁ Πανοικτίρμων Κύριος ἀφυπνίσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, τὸν εἰσάγει ἤδη στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
    Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἕνα ἀξίωμα, δὲν εἶναι μία διδασκαλία, δὲν εἶναι ἕνα συλλογιστικὸ συμπέρασμα, δὲν εἶναι μία λογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ Πρόσωπο Ζωντανό, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, πάντοτε παρὼν , ὡς σῶμα καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
    Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀποδεικνύεται ἀλλὰ ἐπιδεικνύεται: «ἔρχου καὶ ἴδε», πρώτιστα τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, τοὺς Ἁγίους, τοὺς Μάρτυρες….
    Ἐκκλησιολογία, εἶναι ἡ καθολική, γενικευμένη Χριστολογία, ἡ Χριστοποίηση. Εἶναι ἡ ἐφαρμοσμένη Χριστολογία ἡ ὁποία περικλείει ὁλόκληρη τὴν σωτηριολογία. Μιὰ ἐμπειρικὴ Χριστολογία, αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησιολογία.
    Νὰ μελετᾶς τὴν Ἁγία Γραφή, διὰ μέσου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ταυτόχρονα νὰ μιμεῖσαι τὴν βιοτή τους.
    Ὁ ναὸς εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μιὰ ἐξουράνωση τῆς γῆς, μιὰ ὄαση ἀθανασίας… μιὰ ὄαση παραδείσου μέσα στὸ πέλαγος τῆς ἐπιγείου κολάσεως.
    Εἴθε ἡ ζωή μας ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ νὰ γίνη προέκταση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ναοῦ: προέκταση τῆς προσευχῆς μας, τῆς κατάνυξης καὶ τῆς ταπείνωσής μας.
    Ἡ γνώση δὲν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητα δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ κακοῦ.
    Κύριε, τὸ σῶμα μου δὲν εἶναι δικό μου ἐφόσον διὰ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς δὲν τὸ καταστήσω δικό Σου. Ἡ ψυχή μου, ἡ συνείδησή μου, δὲν εἶναι δικά μου ἐφόσον διὰ τῆς εὐαγγελικῆς ἀσκήσεως δὲν τὰ καταστήσω δικά Σου. Τὰ μάτια μου δὲν εἶναι δικά μου καὶ τὰ αὐτιά μου τὸ ἴδιο, ἐφόσον διὰ τῆς χαριτωμένης βιοτῆς δὲν τὰ καταστήσω δικά Σου.
    Ἡ σκέψη εἶναι πάντοτε μιὰ καρφίτσα: πάνω της δὲν μπορεῖς ποτέ σου νὰ σταθῆς. Μονάχα ἡ προσευχὴ εἶναι βράχος ἀκλόνητος ἐπάνω στὸν ὁποῖο μπορῶ ὁλόκληρος νὰ στέκομαι καὶ νὰ ἐπιβιώνω.
    Ἡ ἀθεΐα ἔγινε συστατικὸ μέρος τῆς κρατικῆς ἰδεολογίας, τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας καὶ κατὰ συνέπειαν ἕνα καθῆκον τοῦ πολίτη, τοῦ ὑπηκόου. Ό,τι δὲν εἶναι στὴν ἴδια γραμμή, εἶναι ἀντιεξουσιαστικό, ἐνάντιο στοὺς ὑπηκόους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτικὴ νομιμοφροσύνη: ὅποιος ἀντιτίθεται στὴν ἀθεΐα εἶναι προδότης τοῦ κράτους. Ὁ ἀντίθεος εἶναι τὸ θεμέλιο τῶν ἀθεϊστικῶν καὶ ὁλοκληρωτικῶν κυβερνήσεων. Ἀποτελεῖ ὅμως τὸ θρησκευτικό, θεοκρατικὸ καὶ ἀντιθεοκρατικὸ θεμέλιο τοῦ κράτους, τὸν τύπο του. Ἡ ἀθεΐα ἔγινε ἡ πίστη τοῦ οὐτοπικοῦ σοσιαλισμοῦ.
    Ἀγώνας μὲ τὰ πάθη. Ἡ γνώση εἶναι σὰν ἕνα μικρὸ νησάκι στὸν ὠκεανὸ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ πλημμυρίζει κάποιο πάθος μὲ τὰ ὀργισμένα του κύματα. Τότε εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πόσο λίγο ἔχει ἐμπεδώσει, ἔχει ἐμβαθύνει, ἔχει ριζώσει τὴν γνώση του στὸν Κύριο καὶ Χριστό. Γιὰ παράδειγμα τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, πρὸς στιγμὴν θολώνει αὐτὴ τὴν ἐλάχιστη γνώση μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸ ἴδιο καὶ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας, τοῦ φθόνου, τῆς γαστριμαργίας. Ποιό εἶναι τὸ καινὸ στοὺς Ἁγίους; Τὸ ὅτι διεύρηναν αὐτή τους τὴν γνώση, τὴν ἐμβάθυναν καὶ τὴν ρίζωσαν στὸν Χριστό. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς καταπιεῖ τὸ πάθος, μπορεῖ μονάχα νὰ τοὺς πειράξει. Βρίσκονται σὲ μιὰ συνεχῆ νήψη ψυχῆς καὶ καρδίας καὶ γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν ἔχουν ἀνάπαυση στὸν ἀγῶνα τους.
    Στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, ὅλα βασίζονται στὴν ἀκόλουθη θέση, στὸ οὐμανιστικὸ ἀξίωμα: ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ἀλλὰ πολλές. Εἶναι σὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ κομματιάστηκε. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ. Ἀπὸ αὐτὴν μπορεῖ κανεὶς μονάχα νὰ ἐκπέσει καὶ ὄχι νὰ ἀποκοπεῖ. Στὴν οὐσία της ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος ὀργανισμός, Θεανθρώπινο σῶμα, τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ γιὰ αὐτὸ εἶναι πάντοτε μία, σὲ ὅλους τοὺς κόσμους μία. Σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ οἰκουμενικότητά της, ἡ καθολικότητα. Ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ ψεύτικους χριστούς, ψεύτικους μεσσίες, ψεύτικους προφῆτες, γεμάτος ἀπὸ ποικιλότητα πίστεων, ὀλιγοπιστίας καὶ τέλος παντελοῦς ἀπουσίας. Ἡ προβληματικὴ τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καθαρὰ κοσμική, πολιτικάντικη καὶ στὴν οὐσία της κομμουνιστική-παπιστική. Τὰ πάντα ἀνάγονται σὲ «κοινωνικὲς» ἀξίες καὶ μάλιστα γήινες καὶ παροδικές. Δὲν ὑπάρχει τὸ Θεανθρώπινο ἐπίκεντρο, ἡ προβληματικὴ τοῦ Εὐαγγελίου: δὲν ἐπιζητεῖται «πρῶτον ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» καὶ ἡ δικαιοσύνη Του ἀλλὰ τὸ βασίλειο τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐξ αὐτοῦ.
    Τὸ ζήτημα τῆς ἑνότητος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιλυθεῖ μὲ κανέναν «διάλογο» παρὰ μονάχα διὰ τῆς μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία: «μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας καὶ μετανόησον» (Ἀποκ. 2, 5). Δίχως τὸν Θεάνθρωπο, οἱ δῆθεν ἐκκλησίες δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ «συναγωγὲς τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ. 2, 9). Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν αἵρεση εἶναι : «μετανόησον…» (Ἀποκ. 2, 16). Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε αἵρεση, γιὰ ὅλες τὶς «232» αἱρέσεις – ἐκκλησίες. «Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας (τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἀληθείας) καὶ τήρει καὶ μετανόησον…» (Ἀποκ. 3, 3). Διὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἰσέβαλε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐπεβλήθη ἡ καθαρῶς κοσμικὴ καὶ διεθνὴς ἀθεϊστική, κομμουνιστικὴ προβληματική. Σήμερα εἶναι ἀδύνατον γιὰ τὴν γνήσια Ἐκκλησία νὰ ἐκφραστεῖ γιατί, ποῦ εἶναι οἱ γνήσιοι μάρτυρές της – οἱ Μάρτυρες, μὰ καὶ οἱ πρῶτοι οἱ θεολόγοι; Ἔτσι ἐπλήθυναν οἱ ρηχοί, οὐμανίζοντες, παπίζοντες, αἱρετίζοντες καὶ προτεσταντίζοντες θεολόγοι…
    Κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μου εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τότε γιὰ ποιό λόγο νὰ φοβοῦμαι ὁ,τιδήποτε ἢ ὁποιονδήποτε πλὴν τοῦ Θεοῦ;
    Ὁ Κύριος κυριαρχεῖ, ὁ διάβολος διαβάλλει καὶ ὁ Θεὸς θεώνει. Εἶναι ὅμως τὸ ἴδιο φοβερό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεώνει ἢ διαβάλλει, πάντοτε γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Βάραθρο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεώνει. Βάραθρο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαβάλλει. Στὴ δεύτερη περίπτωση, θρίαμβος τοῦ σατανισμοῦ, στὴν πρώτη φαρισαϊσμός: «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β΄ Τιμ. 3, 5).
    Διὰ τῆς ἐκβιομηχάνισης ἀνατέλλει ἡ ἐποχὴ τοῦ λίθου. Λιθολατρεία, αὐτὴ εἶναι ἡ εὐρωπαϊκὴ κουλτούρα μαζὶ μὲ τὰ ὑποκατάστατά της. Κατασκευαστὲς εἰδώλων· οἱ πετρωμένες ψυχὲς φτιάχνουν πέτρινα εἴδωλα καὶ ἰδανικά. Τὰ πάντα ξηραίνονται, μαραίνονται καὶ πετρώνουν σὲ αὐτὸ τὸ πολιτιστικὸ μῖγμα τῆς λατρείας τῶν κτισμάτων στὴν Εὐρώπη. Οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς ἐποχῆς τοῦ λίθου: ὅλες οἱ οὐμανιστικὲς δυνάμεις τῆς Εὐρώπης.
    Κανόνας: νὰ προσεύχεσαι στὸν Θεὸ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπισκέφτηκες, συνάντησες ἢ ἀποχαιρέτησες. Ἂς σὲ ἀποχαιρετᾶ μὲ τὴν εὐχή σου, εἶναι ὁ καλύτερος συνοδοιπόρος.
    Ἀλίμονο στὴν κάθε σκέψη ποὺ δὲν ἐξελίσσεται, δὲν μεταμορφώνεται σὲ προσευχή.
    Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐπιζητεῖ συνεχῶς ὁ διάβολος: νὰ ἐμφανίσει τὴν ἁμαρτία ὡς ἀναπόφευκτη, νὰ δείξει πὼς ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι τὸ φυσικὸ γιὰ νὰ δικαιολογήσει ἔτσι τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο τῆς Αἰγύπτου, ἡ λογικὴ τοῦ σατανᾶ. Ἔχει ἡ ἁμαρτία τὴν δική της λογική, τὴν δική της ἀπολογητικὴ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ ἴδια, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀναδειχθεῖ ὡς ἀναγκαία, ὡς κάτι τὸ φυσικό. Αὐτὸ κάνει συνεχῶς ὁ διάβολος. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Λόγος τοῦ κόσμου, ἡ Θεία Λογικὴ τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ λογικὴ τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ Θεία λογικὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ Λογοποίηση εἶναι ἡ οὐσία τοῦ κόσμου.
    Αὐτὸς ποὺ θὰ συναντηθεῖ εἰλικρινῶς μὲ τὸν Κύριο καὶ Χριστό, βιώνει νὰ ἀλλάζουν ὅλα μέσα του. Θυμηθεῖτε ὅτι συναντήθηκε μαζί Του ἕνας χωρικὸς ψαρὰς καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν συνάντηση προέκυψε ἕνας Ἀπόστολος Πέτρος. Συναντήθηκε μαζί Του ὁ Σαῦλος, ὁ πιὸ μορφωμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, συνάντησε τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ὁ πιὸ φημισμένος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, ποιός τοῦ ἔδωσε ὅλη ἐκείνη τὴν δύναμη ποὺ εἶχε ἂν ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Συναντήθηκε μὲ τὸν Κύριο καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ τυφλὸς καὶ ἁμαρτωλὸς τελώνης καὶ ὅλη του ἡ ψυχὴ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ δαιμονισμένη Μαγδαληνὴ μὲ τὰ ἑπτά της δαιμόνια, συναντώντας τὸν Κύριο μεταβάλλεται σὲ Μυροφόρα. Μὰ καὶ ὁ κακοῦργος ἐπάνω στὸ σταυρό, συναντήθηκε μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως εἰσῆλθε στὸν Παράδεισο. Μὲ τὸν Κύριο συναντήθηκε καὶ ὁ Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καὶ κατέστη Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος Ἀχρίδος καὶ ὁ Ράστκο - Ἅγιος Σάββας ὁ Σέρβος. Ἔτσι, ἡ συνάντηση μὲ τὸν Κύριο ἀποτελοῦσε πάντα τὸ σημαντικότερο γεγονὸς γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, εἴτε αὐτὸς κινεῖται πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ εἴτε ἐναντίον Ἐκείνου.
    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅταν δηλαδὴ δὲν χρειάζεται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό, τότε δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ γνήσιος οὐμανισμὸς ἢ ἀνθρωπισμός, εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα γιατὶ ἀποτελεῖ τὴν πλήρη ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων ὅσων προέρχονται ἀπὸ Θεοῦ. Τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ δὲν συνίσταται στὴν διάπραξη κάποιου ἐγκλήματος ἀλλὰ στὴν ἐπιθυμία καὶ κίνηση πρὸς τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, δηλαδὴ στὸν οὐμανισμό. Δὲν μπορεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ. Τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συνεχῆς ἄρδευση ἐξ οὐρανοῦ, ἐκ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδάμ, μὲ τὴν παρακοή του, ἔπαψε νὰ δέχεται αὐτὴ τὴν πληρότητα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἔνιωσε τὴν γύμνια του. Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στοὺς Ἀποστόλους, ἀνανεώθηκε αὐτὴ ἡ πλήρωση καὶ ἐπεκτείνεται διαρκῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφ’ ἑαυτοῦ σὰν ἕνας κενὸς δοκιμαστικὸς σωλήνας ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ πληρωθεῖ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ εἶναι ἀκέραιος καὶ πλήρης. Δὲν ὑπάρχει πλήρης ἀνθρώπινη σκέψη. Ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται εἴτε ἐν Θεῷ εἴτε, ἐν διαβόλῳ. Αὐτὸ φανερώνει καὶ ὁ Ντοστογιέβσκι στὸν Ἰβὰν Καραμαζὼφ ὁ ὁποῖος χτυπᾶ τὸν διάβολο μὲ τὸ μελανοδοχεῖο ἐπειδὴ ἐκεῖνος τὸν βεβαιώνει πὼς τοῦ ἔχει ψιθυρίσει κάποιαν ἰδέα.
    Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ ἱεροὶ καὶ ἀθάνατοι ὁδηγοὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς αἰωνίου ζωῆς. Οἱ ἀθάνατοι στρατηγοὶ στὴν ἀθάνατη στρατιὰ τοῦ Κυρίου. Μόνο σὰν τοὺς ἀκολουθοῦμε καὶ συμπορευόμαστε μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ Οἰκουμενικοὺς Πατέρες, μποροῦμε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ νὰ εἴμαστε γνήσιοι Χριστιανοί, νὰ νικήσουμε καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὴν πίστη μας. Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα γνήσιοι ἐφόσον φυλάττουμε τὴν πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δίχως ἐτούτη τὴν πίστη σωτηρία δὲν ἔχουμε, μὰ μήτε καὶ αἰώνια ζωή. Μόνον ἔτσι μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν χαριτωμένη συναίσθηση τοῦ ὀρθοδοξεῖν ἡ ὁποία δίδεται μέσω τῆς προσευχητικῆς κοινωνίας μετὰ τῶν Ἁγίων.

arnion.gr
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:

«CYNTOMH BIOΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟCOΦΕC ΔΙΔΑΧΕC»

Ἀββᾶ Ἰουστίνου Πόποβιτς.

Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Τρίτη εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων περί Θεολογίας, Οικονομίας, αρετής και κακίας Μέρος Δ'



76.Πράττομε εμείς, όσο έχομε ενεργό τη λογική δύναμη με την οποία εκ φύσεως μπορούμε να πράττομε τις αρετές, και όσο η νοερή μας δύναμη, η δεκτική κάθε γνώσεως, προσπερνά ακατάσχετα τη φύση όλων όσα υπάρχουν και αποτελούν αντικείμενο γνώσεως και αφήνει πίσω της όλους τους αιώνες. Πάσχομε όταν, έχοντας περάσει τελείως τους λόγους των όντων, φτάσομε —με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση— στην Αιτία των όντων, και εκεί καταπαύσομε την ενέργεια των δυνάμεών μας μαζί με όσα εκ φύσεως είναι πεπερασμένα. Γινόμαστε τότε εκείνο, το οποίο καθόλου δεν αποτελεί κατόρθωμα της φυσικής δυνάμεως, αφού η φύση δεν έχει τη δύναμη να φτάσει το υπέρ φύση. Γιατί κανένα δημιούργημα δεν μπορεί από τη φύση του να προξενήσει τη θέωση, αφού ούτε μπορεί να φτάσει το Θεό. Μόνο η θεία χάρη έχει φυσικό ιδίωμα να χαρίζει με αναλογία στα όντα τη θέωση, καθώς λαμπρύνει τη φύση με το υπερφυσικό φως και την ανεβάζει πάνω από τα όριά της με την υπερβολική δόξα.

77. Έπειτ' από αυτή τη ζωή παύομε να πράττομε τις αρετές· δεν παύαμε όμως να πάσχομε κατά χάρη τη θέωση που παρέχεται ένεκα των αρετών. Γιατί το υπερφυσικό πάθος είναι απεριόριστο όσο και δραστικό, ενώ το παρά φύση πάθος είναι ανύπαρκτο και ανενεργό.

78. Τύποι των θείων αγαθών είναι οι τρόποι των αρετών και οι λόγοι των όντων, με τους οποίους ο Θεός γίνεται συνεχώς άνθρωπος. Και ως σώμα έχει τους τρόπους των αρετών, ενώ ως ψυχή τους πνευματικούς λόγους της γνώσεως· μέσω αυτών θεοποιεί τους αξίους δίνοντάς τους ενυπόστατη μορφή αρετής και χαρίζοντας ουσιαστική ύπαρξη γνώσεως χωρίς πλάνη.

79. Ο πιστός και πρακτικός νους μοιάζει με τον απόστολο Πέτρο, που φυλακίστηκε από τον Ηρώδη —όνομα που ερμηνεύεται «δερμάτινος». Έτσι και αυτός, όταν κρατηθεί από τον δερμάτινο νόμο, δηλαδή από το σαρκικό φρόνημα, τότε κλείνεται στη φυλακή με δύο φρουρούς και μια σιδερένια πύλη. Πολεμείται δηλαδή και από την ενέργεια των παθών και από τη συγκατάθεση της διάνοιας στα πάθη· όταν περάσει ανάμεσα απ' αυτές σαν από δύο φρουρές ή φυλακές, μέσω του λόγου της πρακτικής φιλοσοφίας σαν με βοήθεια αγγέλου, φτάνει στη σιδερένια πύλη που οδηγεί στην πόλη, δηλαδή στη στερεά και απότομη και δυσκολοπολέμητη σχέση των αισθήσεων προς τα αισθητά. Την πύλη αυτή ανοίγει αυτόματα ο λόγος της πνευματικής θεωρίας της φύσεως και άφοβα πλέον παραπέμπει το νου στα συγγενή νοητά, ελεύθερο από τη λύσσα του Ηρώδη.

80. Ο διάβολος είναι και εχθρός του Θεού και εκδικητής. Εχθρός του Θεού είναι όταν, από μίσος προς Αυτόν, παρουσιάζεται ο ολέθριος σαν να έχει αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους, και πείθει την προαίρεσή μας με τα εκούσια πάθη μέσω της ηδονής να προτιμά από τα αιώνια αγαθά τα πρόσκαιρα, με τα οποία κλέβει όλη την επιθυμία της ψυχής και μας απομακρύνει τελείως από τη θεία αγάπη, κάνοντάς μας θεληματικούς εχθρούς του Δημιουργού. Εκδικητής πάλι είναι όταν, δείχνοντας γυμνό το μίσος του εναντίον μας, αφού πλέον γίναμε με την αμαρτία υποχείριοί του, ζητεί την τιμωρία μας. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ευχάριστο στο διάβολο, όσο άνθρωπος που τιμωρείται. Όταν του επιτραπεί αυτό, τότε εφευρίσκει τα αλλεπάλληλα κύματα των αθέλητων παθημάτων και τα επιφέρει σαν λαίλαπα ανελέητα εναντίον εκείνων που έλαβε την άδεια κατά παραχώρηση Θεού. Και αυτό όχι γιατί θέλει να εκπληρώσει το θείο πρόσταγμα, αλλά γιατί επιθυμεί να κορέσει το πάθος του μίσους του εναντίον μας, ώστε η ψυχή, ατονώντας και γονατίζοντας από το πολύ βάρος των οδυνηρών συμφορών, να περικόψει τη δύναμη της θείας ελπίδας της μετατρέποντας σε αιτία αθεΐας τα κύματα των δεινών που επέρχονται σ' αυτήν για σωφρονισμό.


81. Όταν εκείνοι που απόκτησαν την πρακτική έξη και τη θεωρητική γνώση τις μεταχειρίζονται για δόξα ανθρώπινη, και με το φέρσιμό τους ιχνογραφούν εξωτερικά τις αρετές και λένε λόγια μόνο σοφίας και γνώσεως, χωρίς να έχουν έργα δικαιοσύνης, και για τη φαινομενικη αρετη και γνώση τους δείχνουν αλαζονεία απέναντι των άλλων, τότε εύλογα παραδίνονται στα δεινα που τους αρμόζουν, και μαθαίνουν εκ των υστέρων την ταπεινοφροσύνη, την οποία αγνόησαν από τη μάταιη οίηση τους.

82. Καθένας από τους δαίμονες, αναλογα με την ιδιαίτερη του ικανότητα συμβαίνει να προκαλεί αυτη η την άλλη επιφορά των πειρασμών. Γιατί καθένας προξενεί διαφορετικη κακία, και ο ένας είναι σαφώς πιο ακάθαρτος άπό τον άλλον και ικανότερος σε ορισμένο μάλλον είδος κακίας.

83. Χωρίς την παραχώρηση του Θεού, κι αυτοί οι δαίμονες δεν μπορούν να υπηρετούν τον διάβολο. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Θεός επιτρέπει με την πρέπουσα φιλάνθρωπη και αγαθη πρόνοια στο διάβολο να επιφέρει με τους υπηρέτες του δαίμονες διάφορες τιμωρίες. Αυτό το φανερώνει καθαρά η ιστορία του Ίώβ, που γράφει ότι δεν μπορούσε διόλου ο διάβολος να πλησιάσει τον Ιώβ, χωρίς τη θέληση του Θεού.

84. Πραγματικη πίστη είναι η φανερη και έμπρακτη, κατά την οποία ο Λόγος του Θεού φανερώνεται στους πρακτικούς παίρνοντας σώμα με τις εντολές. Μέσω αυτών, ως Λόγος, ανεβάζει όσους τις πράττουν προς τον Πατέρα, στον οποίο βρίσκεται Αυτός κατά φύση.

85. Το μυστηριο της Νέας Διαθηκης κηρύττει την αλλαγη ζωης, την αγγελικη λατρεία, τη θεληματικη αποξένωση της ψυχης από το σώμα και την έναρξη της θεϊκης μεταμορφώσεως με τη χάρη του Πνεύματος. Πνευματικη περιτομη εννοεί ο λόγος του Θεού την αποκοπη της εμπαθούς σχέσεως της ψυχης προς το σώμα.

86. Επειδη ο Θεός είναι αγαθός και θέλει να ξεριζώσει ολότελα από μέσα μας το σπόρο της κακίας, δηλαδη την ηδονη, η οποία σύλησε από τον νου τη θεία αγάπη, επιτρέπει στον διάβολο να μας προξενησει πόνους και τιμωρίες. Έτσι ξύνει από την ψυχη με τους πόνους τη σκουριά της προηγούμενης ηδονής και συγχρόνως θέλει να μας προξενήσει μίσος και τέλεια αποστροφή προς τα παρόντα, τα οποία θωπεύουν μόνο την αίσθηση, επειδή χρησιμοποιώντας τα δεν έχομε πέρα από την τιμωρία κανένα κέρδος. Και θέλει ακόμα, την εκδικητικη και μισάνθρωπη δύναμη του διαβόλου να την κάνει αφορμή επιστροφής στην αρετή, για όσους θεληματικά έφυγαν από αυτήν.

87. Είναι πρέπον και δίκαιο να τιμωρούνται από τον διάβολο εκείνοι οι οποίοι δέχθηκαν ευχαρίστως τις κακές συμβουλές του για εκούσια αμαρτηματα. Γιατί ο διάβολος και την ηδονή σπέρνει, με τα εκούσια πάθη, και την οδύνη προξενεί, με τα ακούσια παθήματα.

88. Ο λόγος που ο θεωρητικός και γνωστικός νους παραδίνεται πολλές φορές προς τιμωρία στο διάβολο, ο οποίος δικαίως του προξενεί πόνους και συμφορές, είναι για να μάθει υποφέροντας να φιλοσοφεί μάλλον περί καρτερίας και υπομονής στους πόνους, παρά να ματαιολογεί ανώφελα με υπερηφάνεια για ανύπαρκτα πράγματα.

89. Εκείνος που υποφέρει γιατί έχει παραβεί κάποια θεία εντολή, αν εννοήσει την αιτία της θείας πρόνοιας που τον τιμωρεί για να τον θεραπεύσει, και τη συμφορά δέχεται ευχαρίστως και το σφάλμα για το οποίο τιμωρείται διορθώνει με χαρά. Εκείνος όμως που μένει αναίσθητος σ' αυτή τη θεραπεία, δίκαια χωρίζεται από τη χάρη που του δόθηκε και παραδίνεται στη σύγχυση των παθών, και αφήνεται να καταλήξει στην διάπραξη εκείνων των αμαρτημάτων που επιθυμούσε εσωτερικά.

90. Εκείνος που θεληματικά, από συναίσθηση των αμαρτιών του δείχνει υπομονή καθώς δέχεται τις επίπονες επιθέσεις των αθέλητων πειρασμών, μαζί με την πρέπουσα ευχαριστία, δεν εκδιώκεται από την έξη της αρετής και τη χάρη, γιατί υποτάχθηκε με τη θέλησή του στο ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας και δέχεται τις δοκιμασίες σαν να πληρώνει χρέος. Αλλά παραμένοντας σ' αυτές, στο βασιλιά της Βαβυλώνας καταβάλλει ως φόρο τους βίαιους πόνους που προξενήθηκαν από το παθητικό μέρος της φύσεώς του, και την κατά διάνοια συγκατάθεση γι' αυτούς, ως χρεώστης τους για τις προηγούμενες αμαρτίες- στο Θεό όμως προσφέρει τη διόρθωση των σφαλμάτων μέσω της αληθινής λατρείας, δηλαδή της ταπεινής διαθέσεως.

91. Εκείνος που δε δέχεται με ευχαριστία τη συμφορά που με ακούσιους πειρασμούς επιτρέπει ο Θεός προς διόρθωσή του, και δεν αποβάλλει μετανοώντας την οίηση που έχει γιατί τάχα είναι δίκαιος, αυτός, επειδή αντιτάσσεται στις διαταγές της δίκαιης κρίσεως του Θεού και δεν καταδέχεται να υποταχθεί θεληματικά στο ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας, παραδίνεται σύμφωνα με θεία διαταγή σε αιχμαλωσία και κλοιούς και δεσμά και αρρώστια και θάνατο και μαχαίρι και εξορίζεται εντελώς από την πατρίδα του. Γιατί όλα αυτά, και περισσότερα ακόμη, παθαίνει εκείνος που εξορίζεται από την έξη της αρετής και της γνώσεως σαν από την πατρίδα του. Και ο λόγος είναι που δεν θέλει από υπερηφάνεια και μάταιη οίηση να εκτίσει τις ποινές που του επιβάλλονται για τις αμαρτίες του και να χαίρεται στις θλίψεις, στις ανάγκες και στις στενοχώριες όπως ο θείος Απόστολος. Γιατί γνώριζε ο μέγας Αποστολος ότι η ταπείνωση που προέρχεται από τους σωματικούς πόνους φυλάγει τους θείους θησαυρούς της ψυχής· γι' αυτό και ευχαρίστως έκανε υπομονή και για τον εαυτό του και για όσους ήταν τύπος αρετής και πίστεως, ώστε και αν ως υπεύθυνοι πάσχουν —όπως ο Κορίνθιος πού επιτιμήθηκε—, να έχουν παρηγοριά και παράδειγμα υπομονής αυτόν που υπέφερε χωρίς να φταίει.

92. Εκείνος που δε στέκεται εξαιτίας της αισθήσεως στα σχήματα των ορατών, αλλά με το νου αναζητά τους λόγους τους ως υποτυπώσεις των νοητών ή παρατηρεί τους λόγους των αίσθητών κτισμάτων, διδάσκεται ότι κανένα από όσα βλέπομε δεν είναι ακάθαρτο. Γιατί όλα έχουν γίνει εκ φύσεως πολύ καλά.

93. Εκείνος που δεν μεταβάλλεται μαζί με την κίνηση των αισθητών, εργάζεται ανόθευτα τις αρετές. Εκείνος που δεν άφησε τα αισθητά να αποτυπώσουν στο νου του τα σχήματά τους, αυτός έχει λάβει την αληθινή ιδέα των όντων. Εκείνος πάλι που με τη διάνοιά του προσπέρασε και αυτή την ουσία των όντων, αυτός ως άριστος θεολόγος, έπειτ' από αυτήν, είδε με τρόπο άγνωστο τη Μονάδα.

94. Κάθε θεωρητικός νους που έχει το μαχαίρι του Πνεύματος, δηλαδή τον λόγο του Θεού, αφού θανάτωσε μέσα του την κίνηση της ορατής κτίσεως, κατόρθωσε την αρετή. Και αφού απόκοψε από τον εαυτό Του τη φαντασία των αισθητών σχημάτων, βρήκε την αλήθεια που υπάρχει μέσα στους λόγους των όντων, πάνω στην οποία στηρίζεται η φυσική θεωρία. Και αφού ανέβηκε πάνω από την ουσία των όντων, δέχεται το φωτισμό της θείας και άναρχης Μονάδας, ο οποίος αποτελεί το μυστήριο της αληθινής θεολογίας.

95. Στον καθένα φανερώνεται ο Θεός ανάλογα με την ιδέα που έχει περί Αυτού. Σ' εκείνους που με την επιθυμία τους ξεπέρασαν την υλική σύνθεση και οι δυνάμεις της ψυχής τους κινούνται με ίση δύναμη γύρω από το Θεό σε μία και την αυτή αεικινησία, φανερώνεται ως Μονάδα και Τριάδα, τόσο για να δείξει την ύπαρξή Του, όσο και να διδάξει μυστικά τον τρόπο της υπάρξεώς Του. Σ' εκείνους που η επιθυμία τους κινείται μόνο γύρω από τα υλικά και οι δυνάμεις της ψυχής τους δεν συνδέονται μεταξύ τους, δεν φανερώνεται όπως είναι Αυτός, αλλά όπως είναι εκείνοι, δείχνοντάς τους ότι και με τα δυο τους χέρια έχουν αγκαλιάσει την υλική δυάδα, κατά την οποία συγκροτήθηκε όλος ο σωματικός κόσμος, από ύλη δηλαδή και μορφή·

96. Ο θείος Απόστολος τις διάφορες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος τις ονομάζει διάφορα χαρίσματα, τα οποία ενεργούνται από ένα και το αυτό Πνεύμα. Αν λοιπόν κατά το μέτρο της πίστεως καθενός δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος με τη μετοχή στο τάδε χάρισμα, είναι φανερό ότι καθένας πιστός δέχεται την ενέργεια του Πνεύματος στο βαθμό που αναλογεί με την πίστη και την κατάσταση της ψυχής του. Και η ενέργεια αυτή του χαρίζει την κατάλληλη έξη για την εργασία αυτής ή εκείνης της εντολής.

97. Ένας δέχεται λόγο σοφίας, άλλος λόγο γνώσεως, άλλος λόγο πίστεως και άλλος άλλο από τα χαρίσματα του Πνεύματος που απαριθμεί ο μέγας Απόστολος. Έτσι, ένας δέχεται μέσω του Πνεύματος το χάρισμα της τέλειας και άμεσης αγάπης προς το Θεό, η οποία δεν έχει τίποτε υλικό, ανάλογα με την πίστη του· άλλος το χάρισμα της τέλειας αγάπης προς τον πλησίον μέσω του ίδιου Πνεύματος· και άλλος κάποιο άλλο χάρισμα. Και ο καθένας έχει το χάρισμά του ενεργοποιούμενο από το ίδιο Πνεύμα, όπως είπα· γιατί είναι χάρισμα του Πνεύματος κάθε έξη που ενεργοποιείται προς εργασίαν εντολής, λέει ο Απόστολος.

98. Το βάπτισμα του Κυρίου είναι η τέλεια νέκρωση της προαιρέσεώς μας προς τον αισθητό κόσμο. Ενώ το ποτήρι, είναι η άρνηση και αυτής της παρούσας ζωής μας υπέρ της αλήθειας.

99. Το βάπτισμα του Κυρίου είναι τύπος των δικών μας αυτοπροαίρετων κόπων που κάνομε για χάρη της αρετής, με τους οποίους αφού καθαρίσομε τους μολυσμούς της συνειδήσεώς μας, δεχόμαστε τον εκούσιο θάνατο της προαιρέσεως προς τα ορατά. Το ποτήρι είναι τύπος των περιστασιακών ακούσιων πειρασμών που επέρχονται σε μας [παρά] την προαίρεσή μας για χάρη της αλήθειας. Με αυτούς, προτιμώντας το θείο πόθο περισσότερο κι από την ίδια τη φύση μας, δεχόμαστε θεληματικά το βίαιο θάνατο της φύσεως.

100. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο βάπτισμα και το ποτήρι: το βάπτισμα νεκρώνει την προαίρεση προς τα ευχάριστα του βίου, για χάρη της αρετής, ενώ το ποτήρι κάνει τους ευσεβείς να προτιμούν την αλήθεια και από αυτή τη φύση.


filokaliakainipsis.blogspot.com

Νικ. Ματσούκα: Το Πρόβλημα του Κακού. Δοκίμιο Πατερικής Θεολογίας (Βιβλίο)



«The problem of evil. Essay on Patristic Theology» 
του καθηγητή Νικολάου Ματσούκα.

Η μεγαλύτερη δυστυχία του ανθρώπου
είναι να υποδύεται τον άνθρωπο.

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Η δημιουργική ελευθερία είναι ένα δώρο οδυνηρό.

«Η καλή πράξη πρέπει να γίνεται δίχως ωφελιμιστικό υπολογισμό και δίχως φόβο, αλλά μόνο και μόνο γιατί είναι καλή. Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά δημιουργικότητα, και επομένως πνευματική ζωή.

Ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα κατά τη δυνατότητά του να γίνει δημιουργικός. Να νικήσει το μηδέν, την ανία του τίποτε και να δημιουργήσει προσωπική και κοινωνική ζωή. Η δημιουργικότητα αυτή δεν είναι προνόμιο μόνο των ταλαντούχων. Αποτελεί προνόμιο του κάθε ανθρώπου που μπορεί να καρποφορήσει και στις πιο απλές και καθημερινές πράξεις της ζωής.

Πολλές φορές όμως ο άνθρωπος, συνειδητά ή ασυνείδητα χάνει αυτή τη δημιουργικότητα με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνει τυραννικά τις ίδιες μη δημιουργικές πράξεις. Θέλοντας να απελευθερωθεί από την τυραννία αυτή οδηγείται στην κατάσταση του ζώου.

Η δημιουργική ελευθερία είναι ένα δώρο τόσο οδυνηρό, ώστε ο άνθρωπος, όσες φορές αισθάνεται εξαντλημένος, τείνει να την ξεπουλήσει αντί πινακίου φακής σε κάθε είδους αυθεντία και τυραννία: ηθική, κοινωνική, επιστημονική και πολιτική.

Η μεγαλύτερη δυστυχία του ανθρώπου είναι να υποδύεται τον άνθρωπο. Η θεατρική αυτή παράσταση γίνεται με την εφαρμογή απρόσωπων, τυπικών και συμβατικών καθηκόντων. Και στην προκειμένη περίπτωση εισβάλλει κυριαρχικά η υποκριτική ηθική που γίνεται κακούργος και τύραννος. Η ηθική είναι νόμισμα που παραχαράσσεται και κυκλοφορεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ευχέρεια.

Στη δημιουργική ζωή δεν υπάρχει κανένας κώδικας ηθικής και καμιά τυπική σύγκρουση καθηκόντων. Γιατί αυτή η ζωή είναι προϊόν πορείας, οδύνης, υπακοής, εξόδου από το εγώ μας και ανόδου στην κορυφή του προσωπικού μας όρους.

Με άλλα λόγια οι κώδικές ηθικής δεν πρέπει να ρυθμίζουν την ηθική συμπεριφορά, αλλά η δημιουργική συμπεριφορά τους κώδικες ηθικής.

Από ορθόδοξη πλευρά λοιπόν η ηθική βλασταίνει σε ένα περιβάλλον, είναι προϊόν μιας σχέσης και έχει συνεχή δυναμική πορεία. Τούτη η πορεία είναι το απόλυτον.»

Πηγή: www.sophia-ntrekou.gr - Αέναη επΑνάσταση Από το βιβλίο (παρακάτω ολόκληρο το βιβλίο) του αειμνήστου καθηγητή Νικολάου Ματσούκα, «Το πρόβλημα του κακού. Δοκίμιον Πατερικής Θεολογίας», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, Θεσσαλονίκη, 1976. 

Το Πρόβλημα του Κακού (Βιβλίο)
Νίκος Α. Ματσούκας

«The problem of evil. Essay on Patristic Theology» 


Νικολάου Ματσούκα, «Το Πρόβλημα του Κακού. Δοκίμιον Πατερικής Θεολογίας», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, Παράρτημα 22 του 20ου τόμου, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ.291.

Η παρούσα έρευνα είναι θεολογικό δοκίμιο, το οποίο αναλύει ερμηνευτικά το πρόβλημα του κακού με βάση τα αγιογραφικά και πατερικά δεδομένα και το πνεύμα τους. Σύμφωνα με το συγγραφέα η ανάλυση και η εξέταση του προβλήματος του κακού δεν μπορεί να γίνει σε μια περιοχή της δογματικής διδασκαλίας και σε έναν τομέα της φιλοσοφίας γιατί το θέμα είναι κεντρικό και πολύπλευρο. Στη θεολογική σκέψη μάλιστα οφείλει να στηριχθεί στο σύνολο της δογματικής διδασκαλία της Εκκλησίας.

Μετά το σύντομο πρόλογο ακολουθεί η Εισαγωγή στην οποία ο Νικόλαος Ματσούκας αναφέρεται στις έννοιες του καλού και του κακού και ορίζει τη σημασία τους. Καλό είναι ό,τι διατηρεί, αναπτύσσει και προάγει τη ζωή, ενώ κακό είναι ό,τι καταστρέφει και ανά πάσα στιγμή απειλεί τη διατήρηση, την ανάπτυξη και την προαγωγή της ζωής. Ο συγγραφέας αναλύει τον προβληματισμό όχι μόνο της θεολογίας αλλά και άλλων σύγχρονων επιστημονικών χώρων όπως της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της βιολογίας και της φυσικής.

Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με τις έννοιες της δημιουργίας και του μηδενός. Η συσχέτιση δημιουργίας και μηδενός γίνεται στη χριστιανική κοσμολογία. Το μηδέν είναι η ανυπαρξία ενώ ο Θεός η πηγή κάθε δύναμης και κάθε πραγματικότητας. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι μια βιβλική ανάλυση των όρων οδηγεί αυτόματα στη συνάντηση με τις απόψεις της φιλοσοφίας, τις οποίες και εκτενώς αναλύει. Για το συγγραφέα, επίσης, η δημιουργική κίνηση και η νίκη κατά του μηδενός δεν μπορούν να ερμηνευθούν με επιτυχία χωρίς την εξέταση του πολύπλοκου προβλήματος της ανθρώπινης ελευθερίας. Στη συνέχεια παρουσιάζονται κάποιες μορφές σύγχρονου δαιμονισμού, που σύμφωνα με το συγγραφέα καταλύουν την ίδια τη ζωή και οδηγούν στο μηδενισμό.

Στο δεύτερο κεφάλαιο του δοκιμίου του, ο συγγραφέας ασχολείται με το θάνατο. Στην πρώτη ενότητα εξετάζει τον κίνδυνο του εκμηδενισμού του προσώπου, στη δεύτερη τις έννοιες του πόνου και του φόβου και τέλος την αθανασία όπως αυτή νοείται στη χριστιανική παράδοση και τη φιλοσοφική σκέψη.

Στο τρίτο κεφάλαιο της έρευνας παρουσιάζεται ο έρωτας, ως ο έτερος πόλος της ανθρώπινης ζωής. Οι δύο πόλοι της ανθρώπινης ζωής είναι ο θάνατος και ο έρωτας, το μηδέν και η τελειότητα, ο εκμηδενισμός και η ανύψωση σε προσωπικά και κοινωνικά πλαίσια. Στην πρώτη ενότητα ο έρωτας εξετάζεται ως ένστικτο και πλήρωση της ζωής. Στη δεύτερη ενότητα αναλύεται το δαιμονικό και αγγελικό στοιχείο που εμπεριέχεται στην έννοια του έρωτα και στην τρίτη η σχέση αγάπης και γάμου.

Θέμα του επόμενου κεφαλαίου είναι η αμαρτία και η ενοχή. Η έννοια της αμαρτίας είναι κυρίως θεολογική, δηλώνοντας την προσπάθεια του ανθρώπου για ισοθεϊα, εξομοίωση με το Θεό και όχι καθ’ ομοίωση. Πως νοείται η ανομία στη χριστιανική παράδοση, καθώς και το ζήτημα της ενοχής και τιμωρίας απασχολούν το συγγραφέα στις ενότητες που ακολουθούν.

Στο πέμπτο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα της κολάσεως, την ανάγκη ιάσεως της ανθρωπότητας, την κρίση και τις απόψεις περί αποκαταστάσεως των πάντων.

Στο έκτο, έβδομο και όγδοο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με την ηθική, κοινωνική και αισθητική ζωή όπως αυτές νοούνται στην πατερική διδασκαλία και σκέψη, σε πολλά σημεία συναντώντας και συζητώντας με τη φιλοσοφία και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες.

Το τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζει τις απόψεις της φιλοσοφίας της θρησκείας και της χριστιανικής απολογητικής έναντι του προβλήματος του κακού καθώς και τις αστοχίες της χριστιανικής απολογητικής για το θέμα.

Η εργασία κλείνει με συμπεράσματα, περίληψη στα γερμανικά και πίνακα περιεχομένων.

In English: «The problem of evil. Essay on Patristic Theology» Nikolaos Matsoukas here ~ Ορθόδοξη Θεολογική Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ι.Μ.Δ. ~


Η παρούσα έρευνα είναι θεολογικό δοκίμιο που ερμηνεύει αναλυτικά, ως προς το πρόβλημα του κακού, την ουσιαστική πλευρά του αγιογραφικού και του πατερικού πνεύματος. Σε πολλά σημεία ιδίως αποτελεί οχι μονάχα ερμηνεία, αλλά και προέκταση του περιεχομένου των πηγών. Η εξέταση του προβλήματος του κακού δεν μπορεί ν’ απομονωθεί σε μια μονάχα περιοχή της δογματικής διδασκαλίας το ίδιο μάλιστα δεν μπορεί να γίνει μήτε στην περιοχή της φιλοσοφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ διαρκώς γίνεται η απαραίτητη αναφορά σε επιστημονικά και φιλοσοφικά δεδομένα, η βάση παραμένει θεολογική, και συγκεκριμένα ορθόδοξη πατερική. Στην ανάπτυξη των θέσεων παρουσιάζεται συντονισμένη η κοινή γραμμή αυτής της πλούσιας παράδοσης των πατέρων. Ol παραπομπές εlναι απλώς ενδεικτικές αυτού του ενιαίου πατερικού πνεύματος, όπως επιχειρεί να το αναλύσει ο συγγραφέας. Άλλωστε η θεολογική ερμηνεία των κειμένων δουλεύει καταρχήν και κατεξοχήν στο πνεύμα, και το γράμμα απλώς αποτελεί έναν απαραίτητο υπομνηματισμό. Πέρα από τη χρήση των πηγών έγινε αυστηρή επιλογή ειδικής και γενικής βιβλιογραφίας κατά την κρίση του συγγραφέα.

Η έρευνα ενός τέτοιου προβλήματος καταφανώς έχει πολύπλευρο χαρακτήρα και από γενικότερη άποψη. Η οικουμένη στο σύνολό της απειλείται από ολέθριες διαβρωτικές δυνάμεις, στο έπακρο καταστροφικές, και συνάμα αδιόρατες και επομένως σατανικές. Από την άλλη μεριά οι εκκλησίες καταβάλλουν εναγώνιες προσπάθειες, για να δώσουν στον κόσμο μια μεστή πνευματικότητα σαν το αλάτι της γης. Όσο κι αν δεν υπάρχει προβολή από την πλευρά της Ορθοδοξίας, τον πρωταρχικό και αθόρυβα δημιουργικό ρόλο διαδραματίζει η ορθόδοξη πνευματικότητα μέσα στους ευρύτερους οικουμενικούς φορείς. Ακριβώς σήμερα δεν μπορούν με κανένα τρόπο να απουσιάσουν η καθολικότητα και η οικουμενικότητα του Χριστιανισμού. Μια επιστημονική εξέταση υπό θεολογικό πρίσμα του προβλήματος του κακού βοηθάει καταρχήν θεωρητικά μια πρακτική οργάνωση της εκκλησιαστικής δραστηριότητας. Ενώπιον της δραματικότητας της Ιστορίας η χριστιανική ζωή έχει λόγο πολλαπλό και σωστικό. Μια τέτοια μαρτυρία εξάλλου προωθεί και την ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Στην πολυμορφία του κακού διακρίνει κανείς και την ίδια τη διάσπαση της Χριστιανοσύνης. Τούτη η διάσπαση διενεργείται στις διαστάσεις του μυστηρίου της ανομίας. Έτσι η παρουσία του Χριστιανισμού νοείται μονάχα ως αλήθεια και ζωή, δυνάμεις που καταλύουν το μηδενισμό. (Δέσπω Αθ. Λιάλιου, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'. ΤΟ ΜΗΔΕΝ
1. Δημιουργία και μηδέν
2. Το γίγνεσθαι της ελευθερίας
3. Μορφές δαιμονισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
1. Ο κίνδυνος του προσωπικού εκμηδενισμού
2. Πόνος και φόβος
3. Η αθανασία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'. Ο ΕΡΩΤΑΣ
1. Ένστικτο και πλήρωση της ζωής
2. Αγγελικό και δαιμονικό στοιχείο του έρωτα
3. Αγάπη και γάμος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'. ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΧΗ
1. Ισοθεΐα, εξομοίωση με τον Θεό και καθ' ομοίωσιν Θεού
2. Το μυστήριο της ανομίας
3. Ενοχή και τιμωρία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'. Η ΚΟΛΑΣΗ
1. Το τραύμα της δημιουργίας
2. Κρίση και ιατρεία
3. Αποκατάσταση των πάντων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'. ΗΘΙΚΗ ΖΩΗ
1. Πνεύμα και ζωή
2. Μορφές συμπεριφοράς
3. Το ηθικό χρέος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
1. Η υφή της κοινωνικότητας
2. Μορφές βίας
3. Η εξουσία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'. ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΖΩΗ
1. Στατική και δυναμική πραγματικότητα
2. Το τραγικό και το κωμικό στοιχείο της τέχνης
3. Ελευθερία και λύτρωση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
1. Αλήθεια και μύθος
2. Θεοδικία ή σατανοδικία
3. Αστοχίες της χριστιανικής απολογητικής
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Α
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Β

Η μυστική θεολογία



Αθανασίου Ι. Δεληκωστόπουλου,
Ἑλληνικός στοχασμός καί χριστιανική συνείδηση,Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, 1993, σελ. 271-281.
Έχοντας διερευνήσει τη σχέση της πλατωνικής φιλοσοφίας με τα συγγράμματα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τη διασύνδεσή τους με το Μάξιμο τον Ομολογητή, θεωρούμε σκόπιμη και αναγκαία μια πληρέστερη αλλά σύντομη αναφορά στη «μυστική θεολογία» και το ρόλο που αυτή διεδραμάτισε ιδία κατά τις «ησυχαστικές έριδες» του ΙΔ΄ αιώνος δια του Γρηγορίου Παλαμά, ανακαινιστού της χριστιανικής μυστικής θεωρίας. Τότε δι' αυτής ετέθη το θεολογικό πρόβλημα περί της ουσίας των ενεργειών του Θεού και έλαβε χώρα σύγκρουση μεταξύ της μυστικής θεολογίας και της θρησκευτικής φιλοσοφίας, όταν ο Θεός της Αποκαλύψεως και της θρησκευτικής εμπειρίας ευρέθη αντιμέτωπος προς το θεό των φιλοσόφων και των σοφών επί του πεδίου του μυστικισμού.
Ο άνθρωπος είτε αισθάνεται το θείον ως κάτι το υψηλόν και μεγαλειώδες, το οποίο γεννά στην ψυχή του ιερό δέος, είτε βιώνει το θείον ως κάτι συγγενικό προς αυτόν, προς το οποίο τρέφει αισθήματα αγιότητος και ποθεί να ενωθεί (1) . Ο μυστικισμός είναι φαινόμενο που απορρέει από το δεύτερο, ως ανωτέρω, είδος του θρησκευτικού βιώματος. Αποτελεί μία από τις μορφές θρησκευτικότητος και συναντάται σε όλους τους λαούς, όλων των εποχών. Κατά την ουσιαστική έννοια του μυστικισμού πρόκειται περί άρσεως της διαιρέσεως μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μεταξύ ψυχής και Θεού, ανθρωπίνου Εγώ και θείου Συ, περί καθαρώς πνευματικών μέσων, ως είναι η ψυχική συγκέντρωση και περισυλλογή και η προσευχή. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνει χώρα έκσταση, έξοδος της ψυχής από τον κόσμο των αισθήσεων και άνοδος, δηλ. συνάντηση της ψυχής με το Θεό. Με τον μυστικισμό αυτό συνδέεται και ορισμένη μορφή γνώσεως, η οποία εκπροσωπείται από τον Πλάτωνα και τον Αυγουστίνο, όπως θα δούμε πιο κάτω στο οικείο κεφάλαιο περί Αυγουστίνου. Είναι η άμεση, χωρίς τη μεσολάβηση της νοήσεως, γνώση, το απ' ευθείας βίωμα, η διαίσθηση, η ενόραση. Ο σκοπός του μυστικισμού είναι ο ίδιος με τον της θρησκείας. Ας σημειωθεί ότι ο μυστικισμός είναι η άμεση μετάθεση από την περιοχή του βεβήλου στο μακάριο κόσμο του αγίου ή του θείου, άμεση μετάσταση στους κόλπους του απέραντου, όπου ο άνθρωπος αισθάνεται και τον εαυτό του ως απόλυτο, απέραντο και ολοκληρωμένο. Η πραγματικότης του πόθου του για ένωση ή συγχώνευση με τη θεότητα, γεννά στη ψυχή μακαριότητα. Το βίωμα αυτό είναι άρρητο, ανέκφραστο, ανεκδιήγητο. Το εκφράζει μόνο το φαινόμενο της ιεράς σιγής. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί με τους μαθητές που συνάντησαν τον Κύριο στο δρόμο προς Εμμαούς. Ο μυστικισμός αποτελεί τα βαθύτατα ψελλίσματα της μυχιαιτάτης ευσεβείας. Δι' αυτό ακριβώς είναι και πηγή μεγάλων δημιουργιών στην περιοχή της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της τέχνης.
Μετά από τη σύντομη αυτή εισαγωγή στο γενικότερο πρόβλημα του μυστικισμού εισερχόμεθα στην ουσία του, τη μυστική θεολογία, η οποία ορθώς βιουμένη αποτελεί έκφραση της πνευματικής ζωής στην Εκκλησία (2) . Θα πρέπει όμως να διευκρινισθεί, ότι ο τονισμός του συναισθήματος ως μέσου γνώσεως του Θεού σε ανταγωνισμό ή υποκατάσταση του νοητικού και του βουλητικού του ανθρώπου δια την κατανόηση της εν Χριστώ αποκαλυμμένης αληθείας συνιστά ακρότητα, η οποία οδηγεί σε παρακινδυνευμένη υποκειμενική ερμηνεία. Ο γνήσιος ορθόδοξος μυστικισμός αντλεί τις εμπνεύσεις του από την Αγία (3) Γραφή (4) και κρατύνεται από τη μυστηριακή (5) ζωή της Εκκλησίας, έτσι αποφεύγει τα άκρα, διότι ο άμετρος μυστικισμός στο θρόνο του κύρους εγκαθιδρύει το συναίσθημα, ενώ ο ορθολογισμός τοποθετεί σ' αυτό το λόγο. Και τα δύο συνιστούν διαφορετικές μορφές μονομερούς υποκειμενισμού (6) . Στην Ορθόδοξη Ανατολή ο λόγος εξυπηρετεί την πίστη τόσον μόνον όσο αρκεί για τη λογική κατανόηση και εμπέδωση του περιεχόμενού της (7) . Η Ορθοδοξία «δεν είναι μόνον διδασκαλία, ούτε μόνης της υποκειμενικής πείρας γεγονός, αλλά προ παντός ζωή του συνόλου του ανθρωπίνου πνεύματος, μεταλαμπαδευόμενη υπό του ιστορικού προσώπου του θεανθρώπου, δι' ου απεκαλύφθη εις τον άνθρωπον η θρησκευτική αλήθεια» (8) . Η ενασχόληση με την ορθόδοξη θεολογία ικανοποιεί διττώς τον άνθρωπο, ήτοι την γνωστική και πνευματική λειτουργία του. Στην πρώτη ανταποκρίνεται η θεολογία ως σύστημα αληθειών, ενώ στην δευτέρα ως μέθοδος εγγίσεως προς το Θεό, άγουσα στην πνευματική τελείωση. Οι δύο έννοιες συμβάδιζαν επί μακρόν χρόνον και σπανίως παρετηρήθη μεταξύ τους σύγκρουση, η δε δευτέρα αποτελεί πεδίο ασχολίας κυρίως των λεγομένων μυστικών θεολόγων (9) . Η ορθόδοξη μυστική θεολογία στηρίζεται στην υπερβατικότητα της θείας ουσίας, γεγονός που προφυλάττει τη μυστική θεολογία από κάθε πανθεϊστική χροιά και τάση, και βλέπει στον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού και ανθρώπου, την θεία χάριτι θέωση αυτού, καθώς τούτο τονίζεται με την γραφίδα του Μ. Αθανασίου: « αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν ». Ο ίδιος Πατήρ τονίζει (10) : «... καί αὐτός ἐφανέρωσεν ἑαυτόν διά σώματος ἵνα , ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν . Καί αὐτός ὑπέμεινε τήν παρ' ἀνθρώπων ὕβριν , ἵνα ἡμεῖς ἀθανασίαν κληρονομήσωμεν ». Ενώ ο Ωριγένης στην έσχατη βαθμίδα της πνευματικής τελειώσεως έθετε τη θεωρία και τη γνώση, ο Γρηγόριος ο Νύσσης έθετε την ένωση με το Θεό. Καθώς ήδη αναφέραμε στην Αλεξανδρινή σχολή και κατά κάποιο τρόπο στους Καππαδόκες η μυστική θεωρία της θεώσεως του ανθρώπου επιτυγχάνει την κλασική της ανάπτυξη.
Ο μοναχικός βίος στην Ορθοδοξία ως μέσον της κατά Χριστόν σωτηρίας, συνεδέθη από την αρχή με την «ησυχία», η οποία αποτελεί τρόπο θεωρητικής ασκήσεως και αποσκοπούσε στη « νήψη », την εν Χριστώ «απάθεια», την ηθική τελείωση, την ένωση και την αφομοίωση προς το Θεό. Η εν Χριστώ απάθεια, ως τελικό στάδιο της νήψεως , συνιστά την πλήρη κυριαρχία επί των παθών και υποταγή στο θέλημα του Θεού. Στην Ορθόδοξη Ανατολή ο ασκητισμός δεν είναι νοητός άνευ του μυστικισμού, ούτε ο μυστικισμός κεχωρισμένος από την ησυχία και τον ασκητισμό. Ορθώς δε τονίζεται (11) ότι ο μυστικισμός είναι «η ανωτάτη και ανέφικτος και υπέργειος έκφανσις της φιλοσοφικής σκέψεως και της θρησκευτικής συνειδήσεως. Είναι η αποκρυστάλλωσις της οιονεί αυθαδεστέρας και τολμηροτέρας πασών των ιδεών, των εκδηλουσών την ευγενή και ακατάσχετον τάσιν του ανθρώπου προς τον ουρανόν , προς τα όπισθεν αυτού εγκρυπτόμενα μυστήρια της θείας οικονομίας. Ο ορθόδοξος μυστικισμός διακρίνεται «κατά την ενόρασίν του και τον επίμονον προσανατολισμόν του προς το θείον φως (12) , εις ένα όραμα βαθείας ενότητος μετά του Θεού (13) , οπότε πραγματοποιείται ο φωτισμός και η θέωσις του προσώπου του μυστικού ανδρός» (14) .
Φορείς και ερμηνευτές της Ορθοδόξου μυστικής θεωρίας υπήρξαν ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ο Μέγας († περί το 390), ο Ευάγριος ο Ποντικός († 399), ο Επίσκοπος Φωτικής Διάδοχος († προ του 486), ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πατήρ της χριστιανικής μυστικής θεολογίας και ο Μάξιμος ο Ομολογητής († 662) και ο εκ Παφλαγονίας Συμεών ο νέος θεολόγος († 1022). Ο αποδιδώμενος σε αυτόν από την ορθόδοξη παράδοση τιμητικώτατος τίτλος του «νέου θεολόγου» δικαιολογείται πλήρως και εξ άλλων λόγων και εκ της διαπιστώσεως ότι αυτός εκφράζει, καλύτερα από κάθε άλλον, την πνευματολογική τάση στην βυζαντινή σκέψη. Ο μυστικισμός του είναι Χριστοκεντρικός . Ιδιάζουσα θέση σε αυτόν κατέχει η διδασκαλία του περί «θείου ορατού φωτός», το οποίο ως δεδομένο της μυστικής εμπειρίας υπέρκειται συγχρόνως των αισθήσεων και του νοός . Είναι άϋλον και δεν έχει κάτι το αισθητό. Ο θεωρητικός αυτός μυστικισμός του ανδρός ανεπτύχθη εν τω μέσω δύο ισχυρών παραγόντων, πρώτον της υπερβολικής αναπτύξεως στη βυζαντινή κοινωνία του «εξωτερικού ασκητισμού» και δεύτερον της «ανθρωπιστικής αναγεννήσεως» του Μιχαήλ Ψελλού και των περί αυτών, ιδίως του Ιωάννου του Ιταλού. Η αντίδραση, εναντίον του εξωτερικού ασκητισμού υπέθαλπε την ανάπτυξη του θεωρητικού ασκητισμού, δηλαδή της «ησυχίας». Ας σημειωθεί ότι η αντίδραση αυτή των θεωρητικών ταγών είχε ως συνέπεια τους διωγμούς που υπέστησαν ο Συμεών και ο Νικήτας Στηθάτος . Η δε ανθρωπιστική αναγέννηση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννου του Ιταλού, υπερβοήθησε τους δύο πρώτους αφ' ενός μεν να απαγκιστρώσουν την ορθόδοξη πνευματικότητα από τον εναγκαλισμό της με τη φιλοσοφία, αφ' ετέρου δε να αναβαπτίσουν το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα στο φως της Πεντηκοστής και να ανανεώσουν το σύνδεσμο αυτού με την Παύλειο θεολογία περί της εν Χριστώ ζωής.
Ο βυζαντινός μυστικισμός παρουσιάζει νέα έξαρση κατά τον ΙΔ΄ αιώνα στο πρόσωπο του νηπτικού πατρός Νικολάου Καβάσιλα (1290-1370 ή 71) και ιδίως του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου του Παλαμά (1296-1359) μέσα στην ατμόσφαιρα των ησυχαστικών ερίδων. Προ της αναφοράς όμως σ' αυτούς θα πρέπει να γίνει μνεία και του μεγάλου νηπτικού πατρός Γρηγορίου του Σιναΐτου († 1346) λόγω του ουσιώδους ρόλου του στην ανάπτυξη του θεωρητικού βίου στον ’θω και της σχέσεως του γεγονότος τούτου προς την μετέπειτα θεολογική και φιλοσοφική διαμάχη. Ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης συνήργησε στην επαναφορά και ανάπτυξη του πρακτικοθεωρητικού ασκητικού ιδεώδους, καθότι επεξεργάσθη και εσυστηματοποίησε την λησμονηθείσα από πολύ καιρό από τους μοναχούς της Ελληνικής ανατολής ασκητική αντίληψη περί της «πράξεως και της θεωρίας», οι οποίες - πράξη και θεωρία- ήσαν τα δύο θεμελιώδη στοιχεία της ασκητικής του βυζαντινού μοναχισμού. Οι υπηρεσίες του Γρηγορίου ήσαν υπηρεσίες ανακαινίσεως και αναζωπυρώσεως του ορθόδοξου μυστικισμού και ασκητισμού (15) . Κατά τη διδασκαλία των αρχαίων ησυχαστών η ανωτάτη βαθμίς της ησυχίας εθεωρείτο η «θεωρία» σε αντίθεση προς την «πράξη». Η θεωρία ακολουθούσε την πράξη ως δεύτερο στάδιο. Ήταν με άλλα λόγια ο τελικός σκοπός των «τελείων» ησυχαστών. Χωρίς τη θεωρία η στην άσκηση «τελείωση» δεν ήτο δυνατή.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας (1290-1370 ή 71), σπουδαιότατος (16) μυστικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συνέτεινε τα μέγιστα όχι μόνον στην ορθή αντιμετώπιση των ησυχαστικών ερίδων, αλλά προσέδωσε στην ορθόδοξη μυστική θεολογία την μορφή εκείνη η οποία, αφισταμένη του ασκητικού- μοναχικού ιδεώδους ως πρωταρχικού σημείου ουσίας, προτάσσει με ένα κοινωνικότερο και εκκλησιαστικότερο μυστικό πνεύμα τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Ο Καβάσιλας κηρύσσει την επιστροφή στην παλαιά χριστοκεντρική και μυστηριακή πνευματική εμπειρία και τονίζει την ευχαριστιακή ζωή ως αρχή και τέλος του χριστιανικού βίου. Αντιληφθείς τη βαθύτητα του χριστοκεντρικού μυστικισμού του αποστόλου Παύλου, εισάγει με την κοινωνική (17 ) νηπτική του διδασκαλία την αρχή του πνευματικού ησυχασμού, δηλαδή της θεώσεως του ανθρώπου υποκειμενικώς μεν δια της ασκήσεως, δια της παιδείας, της προσευχής και της αγάπης, των έσω δηλαδή δυνάμεων, επάνω στις οποίες ερείδειται το αγαθόν ή το κακόν, αντικειμενικώς δε δια της μυστηριακής ζωής στην Εκκλησία. Η παρατηρούμενη αυτή απομάκρυνση του Ν. Καβάσιλα από το μυστικισμό των ησυχαστών και του Γρηγορίου παλαμά δεν τον τοποθετεί σε δευτερεύουσα θέση.
Η υπέρ του ησυχασμού, κατά τις ησυχαστικές έριδες του ΙΔ΄ αιώνος, διατύπωση θέσεων, τόσο από το Ν. Καβάσιλα όσο και από το Γρηγόριο Παλαμά, υπήρξε έκφραση αφ' ενός μεν του υπάρχοντος στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία γνησίου αρχεγόνου μυστικού πνεύματος, αφ' ετέρου δε σαφής εναντίωση προς την πικρά εμπειρία (18) της Ορθοδόξου Ανατολής από τη στάση και τις προσπάθειες της Δυτικής Εκκλησίας προς το δια παντός τρόπου εκλατινισμό (19) της Ορθοδόξου Ανατολής. Παρενθετικώς ας σημειωθεί ότι το χάσμα που ανοίχθει με τα γεγονότα του 1054 και τις πράξεις του Ουμβέρτου -στην ουσία εκδήλωση και συνέπεια δύο αφισταμένων μεταξύ των κόσμων- διευρύνθη με τους πολλούς άστοχους χειρισμούς του Βατικανού, που απέβλεπαν στην επιστροφή της Ορθοδοξίας στις αγκάλες της Δύσεως. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι σταυροφορίες, η είσοδος των Λατίνων στην Πόλη το 1204, η σύνοδος του Λατερανού το 1215, η ίδρυση της λατινικής αρχιεπισκοπής της Κύπρου, τα γεγονότα που συνέβησαν στη σύνοδο της Λυών το 1274 και σειρά άλλων συμβάντων. Ο Ν. Καβάσιλας προϋπέθεσε μόνον τις θεωρητικές αρχές και όχι τη νηπτική μέθοδο του Γρηγορίου Παλαμά. Στα συγγράμματά του δεν έθεσε το θέμα του ακτίστου φωτός, διότι προφανώς δεν συνεμερίζετο απολύτως την ψυχοσωματική μέθοδο της προσευχής με την οποία η ησυχαστές επετύγχανον τον κύριο σκοπό τους, τη θέα του ακτίστου φωτός. Παρά ταύτα παρέσχε πλήρη και ομόψυχη υποστήριξη στο Γρηγόριο Παλαμά στον υπέρ του ορθού ησυχασμού αγώνα του, διότι, ως γνήσιος βυζαντινός διαισθάνετο ότι η προσπάθειά τους αυτή ενείχε πέρα του θρησκευτικού και εθνικό περιεχόμενο σαφέστατα ανθενωτικό και αντιλατινικό , από άποψη δε πολιτιστική είχε αρκούντως αντιδυτική χροιά.
Ας σημειωθεί ότι με τον όρο «ησυχασμό» εννοούμε την πνευματική τάση του ορθοδόξου ανατολικού μοναχισμού προς την καθαρή θεωρία και μυστική ένωση με το Θεό κατά την προσευχή δια της θείας χάριτος. Οι ησυχαστικές έριδες του ΙΔ΄ αιώνος έδωσαν την ευκαιρία στην εκ νέου, δια του απολογητού των ησηχαστών του Αγίου Όρους Γρηγορίου Παλαμά, έκφραση του δογματικού περιεχομένου υποβάθρου της μυστικής θεολογίας και τη δημιουργία πνευματικής ησυχαστικής κινήσεως, ανακαινιστικής της χριστιανικής μυστικής (20) αφ' ενός, και πολεμούσης το σχολαστικισμό της Δύσεως αφ' ετέρου (21) . Αφορμή δια τις ησυχαστικές έριδες έδωσε ο εκ μέρους του μοναχού Βαρλαάμ εμπαιγμός και μυκτηρισμός της από τους μοναχούς του Αγίου Όρους ακολουθούμενης μεθόδου επιτεύξεως στον παρόντα κόσμο της θεοπτίας , ιδιαίτερα όπως αυτή του παρεστάθη « διά τῶν ἀνοήτων δηλώσεων ἀγροίκου τινός ἡσυχαστοῦ » (22) . Ο Βαρλαάμ ήτο διακεκριμένος θεολόγος και φιλόσοφος, κοινωνός της ελληνικής και λατινικής παιδείας ως επίσης βαθύς μύστης της σχολαστικής φιλοσοφίας. Η διδασκαλία του εστηρίζετο στην πλατωνίζουσα ιδεοκρατική αντίληψη περί Θεού. Εδημιούργησε το όλο θέμα αφ' ενός μεν δια να μειώσει τον ορθόδοξο μοναχισμό αφ' ετέρου δε δια να προβάλει στο Βυζάντιο το πνεύμα της Λατινικής Εκκλησίας, ως επίσης τις μεθόδους των σχολαστικών θεολόγων της Δύσεως στη θεολογική έρευνα. Αντικείμενο της αρχικής ρήξεως ήτο όχι απλώς η διαφωνία περί την δυνατότητα γνώσεως του Θεού, αλλά η σχέση της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας προς τη γνώση του θεού. Ο Βαρλαάμ ηρνείτο κυρίως την αυθεντικότητα και την πληρότητα της ιεράς παραδόσεως. Ανεμίχθη ενεργώς στις συζητήσεις περί δύο σπουδαιοτάτων προβλημάτων: το περί της εκπορεύσεως του Αγίου πνεύματος και το περί μοναχικής ησυχίας. Και ως προς το μεν πρώτο ετάχθη κατά της ρωμαιοκαθολικής απόψεως, ως προς δε το δεύτερο κατά των ησυχαστών. Όταν όμως επανήλθε στην Ιταλία μετά από την καταδίκη του από τη σύνοδο του 1341 απηρνήθη τα προηγούμενα συγγράμματά του και έγραψε λόγους και επιστολές υπέρ των λατινικών απόψεων του πρωτείου και του filioque . Ως ανταμοιβή ο πάπας Κλήμης Ε΄ τον προεχείρισε σε επίσκοπο Ιέρακος ( Giaraci ) της Καλαβρίας και έκτοτε κατέστη εντελώς παπικός. Η φυγή του Βαρλαάμ στην Ιταλία αποτελεί οιωνεί νίκη της ορθοδόξου ανατολικής θεολογίας επί του σχολαστικισμού και της φιλοσοφίας της Δύσεως δι αυτόν ακριβώς τον λόγο και τον αναφέρουμε εδώ.
Με την ησυχαστική έριδα ετέθη φιλοσοφικό και θεολογικό πρόβλημα, το περί της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Επρόκειτο περί της πραγματικότητος της μυστικής εμπειρίας, περί της δυνατότητος συνειδητής επικοινωνίας με το Θεό, περί της ακτίστου ή κτιστής φύσεως της χάριτος. Διεκυβεύετο το θέμα του εσχάτου προορισμού του ανθρώπου, η ιδέα της μακαριότητος , της θεώσεως . Συνεκρούσθη , καθώς ήδη αναφέραμε, η μυστική θεολογία με την θρησκευτική φιλοσοφία. Ο Θεός της αποκαλύψεως και της θρησκευτικής εμπειρίας ευρέθη αντιμέτωπος με το θεό των φιλοσόφων και των σοφών στο χώρο του μυστικισμού. Η διάκριση μεταξύ ουσίας και ακτίστου ενέργειας του Θεού απετέλεσε τη δογματική βάση επιλύσεως του τεθέντος προβλήματος. Κατά την ορθόδοξη διδασκαλία γίνεται δεκτό ότι η ένωση του ανθρώπου- δημιουργήματος με το Θεό- δημιουργό λαμβάνει χώραν δια των ακτίνων -δυνάμεων, οι οποίες θεοποιούν. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο υπερβατικός κατά την ουσία Θεός καθίσταται και ενδοκόσμιος δια των θεϊκών αυτού ενεργειών. Ας σημειωθεί ότι η διαίρεση των ιδιοτήτων του Θεού σε ηρεμίας και ενεργείας σημαντικές ερείδεται επί της διακρίσεως ουσίας και ενέργειας εις τα ανθρώπινα. Ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια και ως τοιούτος δύναται να περιγραφεί μόνο με έννοιες που δηλούν ενέργεια και δημιουργία. Κατά την ορθόδοξη διδασκαλία ο απρόσιτος Θεός κοινωνεί προς τον κόσμον δια της βουλήσεως και των ενεργειών του, δια της χάριτος δε ο πεπτωκώς άνθρωπος μετέχει της δόξης του Θεού.
Ο ρόλος του Γρηγορίου Παλαμά ως κορυφαίου θεολόγου και αγίου υπήρξε σημαντικός. Ούτος, εκκινώντας από την ορθόδοξη διάκριση ουσίας και ενεργειών του Θεού, χωρίς να πρωτοτυπεί, διδάσκει ότι η θεία ουσία είναι αόρατος, απρόσιτος και αμέθεκτος , όχι όμως και οι ενέργειες αυτής. Οι άγιοι άνδρες αξιούμενοι θείας ελλάμψεως δύνανται να δουν φως τι άκτιστον και θείον, όχι όμως και την ουσία του Θεού, η οποία γίνεται μεθεκτή και ορατή μόνο δια των ενεργειών αυτής. Οι Χριστιανοί μετέχουν της ενεργείας και της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όχι όμως και της ουσίας αυτού. Με τη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1351 η Εκκλησία ενέκρινε τις θέσεις του Γρηγορίου Παλαμά και « ἀνύψωσε τήν διδασκαλίαν αὐτοῦ καί τοῦ ἡσυχασμοῦ καθόλου εἰς δόγμα» (23) με το οποίο θα πρέπει να ασχοληθεί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η αναμενόμενη Οικουμενική Σύνοδος της Ορθοδοξίας. Η πολεμική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εναντίον της Ορθοδοξίας δεν αφήκε αμέτοχο και τον Γρ. Παλαμά ακριβώς διότι διαισθάνετο τη βαρύτητα της θεολογικής του διδασκαλίας ως απαντήσεως προς τη σχολαστική σκέψη. Η θεολογία του Γρ. Παλαμά ήταν η απάντηση της Ορθοδόξου Ανατολής προς τη λατινική Δύση. Η όλη ησυχαστική διαμάχη έλαβε το χαρακτήρα της δογματικής μεταξύ των δύο Εκκλησιών αντιθέσεως και ειδικώτερον της αποκρούσεως της ορθολογιζούσης σχολαστικής (24) και κυρίως θωμιστικής μεθόδου.
Επρόκειτο περί αυτής ταύτης της βάσεως του μυστικισμού, διότι, αν γίνει δεκτόν , ότι όχι μόνον η ουσία του θεού, αλλά και η ενέργεια αυτού είναι αόρατος, απρόσιτος και αμέθεκτος , τότε πάσα μετά του Θεού ένωσις του ανθρώπου είναι αδύνατη και τίθεται τέρμα στο μυστικισμό. Με τη θεολογία όμως του Γρ. Παλαμά δεν ετέθη τέρμα στο μυστικισμό. Τουναντίον η βυζαντινή μυστική, αποτελούσα συνεχές βίωμα των αιώνων της ορθοδόξου εκκλησιαστικής συνειδήσεως συγκινεί τη σύγχρονη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη. Η Ορθόδοξος θεολογική σκέψη αναδεικνύει δια του ησυχασμού σε ύψιστο βαθμό τον Ορθόδοξο πνευματικότητα, η οποία σε πλήρη αρμονία συνάπτει το υπερβατόν προς το ενδοκόσμιο , αποκλείει την άκρατο λογοφροσύνη και οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή στην εν τω Θεώ μακαριότητα.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη μυστική θεωρία του Μεσαίωνος οδηγούμεθα στην αλήθεια όχι τόσο με τη λογική μέθοδο αλλά με την υποκειμενική εποπτεία. Οι μυστικοί της Δυτικής Εκκλησίας είναι Χριστοκεντρικοί και στις ενοράσεις τους ατενίζουν την άποψη όχι της θείας αλλά της ανθρώπινης ζωής του Χριστού και βυθίζονται στις οδύνες του εσταυρωμένου. Έτσι εξηγούνται τα στίγματα των αγίων μυστικών ανδρών ως του Φραγκίσκου της Ασίζης. Για μας τους ορθοδόξους τα στίγματα αυτά είναι ακατανόητα και εκτός της ορθοδόξου παραδόσεως.

(1) Βλ. Ν. Λούβαρι , Συμπόσιον Οσίων, σελ. 156-158.
(2) H . Beck , μνημ . εργ . σελ. 344 ένθα και βιβλιογραφία.
(3) Βλ . A. Theodorou , Die Mystik in der Orthodoxen Ostkirche στο P. Bratsiotis ( εκδ .) Die Orthodoxe Kirche in Griechischer Sicht, Stutgart 1959, τ . 1, σελ . 177-183.
(4) Βλ . N. Patrinacos . The Individual and his Orthodox Church, New York 1970, σελ . 75 εξ . Επίσης P. Bratsiotis , The Fundamental Principles and Main Characteristics of the Orthodox Church, Geneva 1960, σελ . 13.
(5) Βλ. Π. Ανδριοπούλου , Ο άνθρωπος της αμαρτίας και της χάριτος κατά τον Απόστολον Παύλον , Αθήναι 1969, σελ. 261. Πρβλ. Ρωμ . 6, 4.
(6) Βλ. Π. Τρεμπέλα , Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας, σελ. 37.
(7) Α. Θεοδώρου, Η ουσία της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1961, σελ. 246.
(8) Γ. Παπαμιχαήλ , Απολογητική, Αθήναι 1928, σελ. 9.
(9) Βλ. Π. Χρήστου, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 260-261.
(10) Μ. Αθανασίου, Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί τῆς διά σώματος πρός ἡμᾶς Ἐπιφανείας αὐτοῦ , Κεφ . 54 ( PG 25, 192).
(11) Βλ. Γρ. Παπαμιχαήλ , Ο ’γιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιείσκοπος Θεσσαλονίκης, Πετρούπολις -Αλεξάνδρεια 1911, σελ. κστ ΄.
(12) Βλ . D. Stathopoulos , Das Göttliche Licht, Athen 1971, σελ . 10. Namen und Formen des göttlichen Lichtes.
(13) Βλ . Vl. Lossky , Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, Θεσ/νίκη 1964, σελ. 264, του ιδίου The Vision of God , Clayton 1963, p . 131- 132.
(14) Μητροπολίτου Σάμου Ειρηναίου, Αι ιδιάζουσαι Μορφαί Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, Αθήναι 1950, σελ. 21-22.
(15) H . Beck , μν . εργ . σελ. 694 και 366.
(16) G . Ostrogorsky , μν . εργ . ( Sonderausgabe 1965) σελ. 453.
(17) Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς , Λόγος Πέμπτος PG 150, 657 d - 660 a .
(18) W . de Vries , Orthodoxie und Katholizismus , Freiburg 1965, σελ. 87.
(19) Βλ . G. Zanarini , Pape et Patriarches, Paris 1962, σελ . 46 .
(20) Βλ . Δ . Ζακυθηνού , ( Επιμ .) Βυζαντινά κείμενα, Αθήναι 1957, σελ. 287.
(21) Βλ . W. de Vries , μν . εργ . σελ . 78.
(22) Βλ. Γρ. Παπαμιχαήλ , Ο ’γιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σελ. ιδ ΄ ως και Δ. Μπαλάνου , Οι Βυζαντινοί Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 149 ένθα και περιγραφή της μεθόδου.
(23) Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, τ. 1 σελ. 374 εξ. αυτόθι 407 και 352 ως και Μέγα Φαράντου , Το περί ακτίστων θείων ενεργειών δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν Γενναδίου του Σχολαρίου , Αθήναι 1968, σελ. 26 εξ. Πρβλ. Γ. Παπαμιχαήλ , Ο ’γιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σελ. 138 δια τα κατά την Πέμπτη και τελευταία συνεδρία της ως άνω Συνόδου του 1351 υπό του αυτοκράτορος προταθέντα «επτά δογματικά κεφάλαια».
(24) Y . Congar , La foi de la theologie , σελ. 235.

Η δημιουργία κατά τη χριστιανική κοσμολογία


                                            Αθανασίου Δημήτριος
Το γεγονός της κοσμολογίας δηλαδή της προελεύσεως του Σύμπαντος, απασχόλησε ιδιαίτερα τον αρχαίο κόσμο και συστηματικότερα την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Όπως ήταν φυσικό, διατυπώθηκαν ποικίλες κοσμοθεωρίες πέρι της κοσμολογίας ή ορθότερα της κοσμογονίας αφού όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, η κατασκευή του κόσμου για την αρχαιοελληνική αντίληψη ήταν αδιανόητη.
Εξετάζοντας  αρχικά την ελληνική σκέψη πάνω στο θέμα της κοσμογονίας είναι σημαντικό να αναφερθώ στους Στωικούς, οι οποίοι ισχυροζόντουσαν ότι ο κόσμος (δηλαδή το Σύμπαν) είναι αποτέλεσμα απορροής του Θεού, ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελεί ένα μέρος της ουσίας του[1]. Μια άλλη κοσμοαντίληψη του ελληνισμού ήταν αυτή του Πλάτωνος, ότι ο Θεός φτιάχνει τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες, συνεπώς, ο Θεός κατά τον Πλάτωνα είναι απλά διαμορφωτής και όχι απόλυτος δημιουργός[2].
Στον ινδικό πολιτισμό διακρίνουμε αρκετά κοινά στοιχεία με τον αντίστοιχο ελληνικό. Βασικότερο είναι η αιωνιότητα του Σύμπαντος. Σύμφωνα με την ινδουϊστική κοσμοθεώρηση (θρησκεία), ο κόσμος δεν έχει αρχή, αλλά υπήρχε πάντοτε (αιώνιος)[3].
Μια άλλη αντίληψη πέρι κόσμου είναι ο λεγόμενος «Πανθεϊσμός», η ταύτιση Θεού και κόσμου. Και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος σε μια ομιλία του όπου αναφερότανε στη χριστιανική κοσμολογία: «ότι όλες οι Ανατολικές θρησκείες λ.χ., Ινδουισμός, Βουδισμός ακόμα και ο Μασονισμός και η Θεοσοφία όπως και η αρχαία ελληνική θρησκεία έχουν Πανθεϊστικό υπόβαθρο!»
Μια ακόμα θεωρία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα είναι η θέση του Υλισμού, ότι κόσμος αποτελεί προϊόν εξελίξεως ή τύχης[4].
Η Βιβλική αναφορά και κατά προέκταση η Ορθόδοξη κοσμολογία είναι εντελώς ξένη προς τις παραπάνω θέσεις. Το βιβλίο της  Γενέσεως λέει χαρακτηρισικά: «Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», άρα, κατά τη χριστιανική κοσμολογία ο Θεός δημιουργεί από το μηδέν ( ἐξ οὐκ ὄντων ), κάτι που ήταν αδιανόητο για τον αρχαίο έλληνα σκεπτόμενο κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ασύλληπτη δύναμη της Αποκαλύψεως, ήταν αδύνατον να συλλάβει η ανθρώπινη διάννοια ότι ο κόσμος έχει αρχή. Έχονταν υπόψην η Εκκλησία τι κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο, διατύπωσε πολύ εύστοχα στο πρώτο άρθρο του »Συμβόλου της Πίστεως» τα εξής:  «Πιστεύω εις έναν Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων», ανατρέποντας έτσι, την γνωστικίζουσα κοσμοαντίληψη πέρι δυαρχίας. Η διατύπωση του πρώτου άρθρου του »Συμβόλου της Πίστεως» εκτός από την θετική έκθεση του περιεχομένου της πίστεως, εξυπηρετεί κυρίως στην απόκρουση τον εσφαλμένων κοσμολογικών αντιλίψεων, π.χ. Πλατωνισμός, Νεοπλατωνισμός, Ωριγένης κ.λ.π.
Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που παρατηρούμε έντoνα είναι η απόλυτη συνάφεια της φυσικής επιστήμης με την χριστιανική κοσμολογία. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης ο κόσμος (δηλ. το Σύμπαν) έχει αρχή, βλέπε: (Θεωρία της Μεγάλης έκρηξης »Big Bang»). Eπίσης κάτι άλλο που αναδείχθηκε στις αρχές του 20 αι. από τη σύγχρονη επιστήμη και που είχε διατυπωθεί (απλοϊκά) πολύ πιο πριν στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της Γενέσεως είναι η θεωρία της Σχετικότητας, όπου σύμφωνα με αυτή, ο χρόνος είναι δεμένος οργανικά με το χώρο «Εν ἀρχῇ= χρόνος» – «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν= χώρος».
Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, βλέπουμε ότι η χριστιανική κοσμολογία δεν έχει απoλύτως καμμία σχέση με τις υπόλοιπες κοσμολογίες που κυκλοφορούσαν στις αρχαίες μυθολογίες-θρησκείες κ.λ.π. Ο κόσμος κατά το Χριστιανισμό δημιουργήθηκε από το τίποτα, δεν είναι αποτέλεσμα απορροής από την ουσία του Θεού, αφού κατά την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία υπάρχει διάκριση κτιστού (κόσμου) και ακτίστου (Θεού). Επίσης δεν ταυτίζεται ο Θεός με τον κόσμο (Πανθεϊσμός), ούτε είναι αποτέλεσμα τύχης (Υλισμός). Ο κόσμος κατά τη χριστιανική διδασκαλία έγινε από τον Τριαδικό Θεό από άπειρη αγάπη και θεία βούληση, ο οποίος (δηλ. ο Θεός) κατά την ουσία Του είναι έξω από τον κόσμο (Υπερβατικός) και μέσα στον κόσμο μέσω των ενεργειών Του (άκτιστες ενέργειες), είναι αυτό που διατυπώθηκε πολύ αργότερα 14ος αι. από τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά: «διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Τριαδικό Θεό.»
Υποσημειώσεις

1.  Σπ. Ράγκου, Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Ε.Α.Π., 2002, σελ. 102
2. Πανεπιστημιακές παραδόσεις του Μητρ. Ιωάννη Ζηζιούλα, με θέμα: »To δόγμα πέρι δημιουργίας», βλέπε: http://oodegr.com/oode/dogmat1/E1.htm#3
3. Αρχ. Τιράνων Αναστ. Γιαννουλάτου, Φάκκελος μαθήματος Ιστορίας θρησκευμάτων, σελ. 8
4.  Ανδρέου Θεοδώρου, «Πιστέυω εις έναν Θεόν», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, σελ. 38

Νικ Μάρβελ: Ο Μικρός Ήρως του 21ου αιώνα; Ζωντανό Ιστολόγιο απολογητική,βιβλιοκριτική,νικ μάρβελ


Μια Ορθόδοξη απάντηση στον Χάρρυ Πότερ
Ο Νίκος Βερβελίδης είναι ένα σύγχρονο, καθημερινό αγόρι που ζει την πραγματικότητα, την περιπέτεια, το θαύμα της ζωής.
Η αισιοδοξία και η ελπίδα για την εξέλιξή του, αφημένες στην πρόνοια του Θεού, στην αγάπη των δικών του, αλλά και στην προσωπική του προσπάθεια, κάνουν την κάθε στιγμή της ημέρας γεμάτη ενδιαφέρον. Μια πραγματική περιπέτεια.

Ο Νίκος Βερβελίδης -ο Νικ Μάρβελ, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι και συμμαθητές του, για την ζωντάνια, την υπομονή και τον καλό χαρακτήρα του- δεν έχει ανάγκη από «μαγείες» για να ζήσει έντονα, έντιμα, υπεύθυνα. Μια ζωή γεμάτη θαύματα!

Το βιβλίο «Ο Νικ Μάρβελ και ο Πόλεμος με το Θηρίο» (ISBN: 960-630-933-9) είναι ένα σύγχρονο ‘παιδικό’ βιβλίο, ένα ‘διαφορετικό’ μυθιστόρημα περιπέτειας και φαντασίας, το οποίο μας ενθουσίασε. Με την πολυεπίπεδη υπόθεσή του κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κάθε ηλικίας από την αρχή ως το τέλος, ενώ παράλληλα προσφέρει πλούσιες πληροφορίες για μικρούς και μεγάλους, πολύτιμα πνευματικά αντισώματα και μηνύματα ζωής. Πρόκειται στην ουσία για μια ορθόδοξη, θετική, δημιουργική απάντηση κι εναλλακτική αντι-πρόταση στο φαινόμενο Χάρρυ Πότερ και στις ιδέες που έντεχνα προωθεί.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Νικ Μάρβελ μας θύμισε κάτι μεταξύ Γιώργου Θαλάσση και Σπίθα. Θα μπορέσει ο Νικ να αναδειχθεί στον Μικρό Ήρωα του 21ου αιώνα; Εμείς το ευχόμαστε. Και αναμένουμε με ανυπομονησία τη συνέχεια των περιπετειών του Νικ!
Το βιβλίο του Mark Elias Johns έχει προσαρμόσει στα Ελληνικά ο κ. Ιωάννης Μηλιώνης. Χορηγός της έκδοσης είναι το Κέντρο Ενοριακής Διακονίας του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών. Το βιβλίο παρουσιάζεται επίσημα στην ηλεκτρονική διεύθυνση: