Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, σαράντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση, σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Κυρίου μας καί τήν ἄνοδό Του στούς οὐρανούς, πλησίον του Θεοῦ καί Πατρός. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἐπιστρέφει ἀπό ἐκεῖ πού ξεκίνησε πρίν τήν Σάρκωσή Του, ὡς Θεός μόνο. Πλέον, ἀνεβάζει στούς οὐρανούς τήν ἀνθρώπινη φύση καί ξαναδίδει στόν ἄνθρωπο αὐτό πού τοῦ ἔλειπε: τήν δυνατότητα συνεχοῦς κοινωνίας μέ τό Θεό, τή δυνατότητα ὑπερβάσεως τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας, τῆς θεώσεως καί τῆς λυτρώσεως. Καί αὐτή ἡ σωτηρία δέν ὑπάρχει πλέον ὡς προσδοκία ἤ ὡς ἐπιθυμία, ἀλλά ὡς βεβαιότητα.
Τοῦτο ἀποτυπώνεται στίς τελευταῖες φράσεις τοῦ Ἀπολυτικίου πού ψάλλουμε στήν ἑορτή: «βεβαιωθέντων αὐτῶν – τῶν μαθητῶν- διά τῆς εὐλογίας, ὅτι σύ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου». Ἐπί σαράντα ἡμέρες ὁ Ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίζεται στούς μαθητές Του. Συνομιλεῖ μ’ αὐτούς. Συντρώγει. Ἐπιλύει τίς τελευταῖες ἀπορίες τους. Ποιεῖ σημεῖα. Τούς φανερώνει τήν ἀγάπη Του. Τούς καλεῖ νά ἀναμένουν τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Τούς ὑπόσχεται ὅτι δέν θά τούς ἀφήσει ὀρφανούς. Τούς δίδει πλέον τήν βεβαιότητα ὅτι ὄχι μόνο ἐπάτησε τόν θάνατο, ἀλλά καί ὄτι προετοιμάζει γιά τόν καθένα τήν κοινή Βασιλεία.
Ὅτι ὄχι μόνο θά ἀναστηθοῦμε, ἀλλά καί θά ζήσουμε σέ κοινωνία μέ τό Θεό. Γιατί τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά ζήσουμε αἰώνια. Ἀλλά τό νά ζήσουμε αἰώνια μέ τό Θεό καί μαζί Του, μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή ζωή καί ὄχι ὅταν πεθάνουμε. Ὁ Κύριός μας ἐπισφραγίζει τήν Ἀνάσταση, τήν διδασκαλία Του, τίς ὑποσχέσεις Του μέ τήν Ἀνάληψή Του. Συνοδευόμενος ἀπό τούς Ἀγγέλους, ἐν νεφέλη φωτεινή, ἀνεβαίνει εἰς οὐρανούς. Δείχνει στούς μαθητές Του, ἀλλά καί σέ κάθε χριστιανό ὅτι τά πάντα γι’ Αὐτόν εἶναι δυνατά. Τό ἐπίγειο ἔργο Τοῦ ἐτελείωσε. Τό ἀφήνει τώρα παρακαταθήκη στούς μαθητές, ἀλλά καί σέ ὅλους ἐμᾶς πού πιστεύουμε σ’ Αὐτόν.
Καί Ἐκεῖνος μᾶς περιμένει, ἔχοντας δώσει στόν καθένα τήν δυνατότητα νά νικήσει τήν φύση του, νά ἀνεβοῦμε πνευματικά εἰς ὕψος νοητόν, σέ κοινωνία καί σχέση μαζί Του, νά ἀφήσουμε τήν ὅποια προσκόλληση στήν καθημερινότητα τῆς ζωή μας καί νά ζητήσουμε καί τήν δική μας ἀνάληψη πλησίον Του. Ὄχι ἀποκόπτοντας τόν ἑαυτό μας ἀπό τή ζωή μας, ἀλλά δίδοντάς της ἄλλο νόημα. Αυτό τό διαφορετικό νόημα εἶναι βεβαιότητα γιά τήν Ἐκκλησία μας. Δέν εἶναι ὑπόθεση, οὔτε ἰδέα. Δέν εἶναι ἁπλή πίστη, οὔτε θρησκευτική ἐκδήλωση. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριός μας ἀναστήθηκε καί ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς.
Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση μᾶς ἀπέκτησε ἄλλες δυνατότητες. Ὅτι μποροῦμε νά εἴμαστε μαζί μέ τό Θεό. Καί ἀντλοῦμε αὐτή τή βεβαιότητα μέσα ἀπό τρεῖς δρόμους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῶν αἰώνων. Οἱ Ἀπόστολοι ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου.
Τόν ψηλάφησαν μετά τήν Ἀνάστασή Του. Τόν ἄκουσαν νά τούς ὁμιλεῖ. Τόν εἶδαν νά πορεύεται μαζί Τους. Καί εἶχαν τήν εὐλογία νά τόν δοῦνε τή στιγμή πού ἔφευγε ἀπό κοντά τούς ἐν δόξη. Ὄχι ἁπλά καί ταπεινά ὅπως ἦρθε. Ἀλλά μέσα στό Φῶς καί τήν μεγαλοπρέπεια πού ἁρμόζει στό Θεό. Καί αὐτή ἡ μαρτυρία τῆς Ἀναλήψεως διαπότισε τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες. Ἡ βεβαιότητα μεταδόθηκε ἀπό γενεά σέ γενεά. Καί συνδυάσθηκε μέ τήν προσδοκία τῆς ὁριστικῆς ἐπανόδου ἐν τή Ἀναστάσει τῶν νεκρῶν καί ἐν τή ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ δεύτερος δρόμος εἶναι ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων μας.
Οἱ Ἅγιοι, καθόλη τήν διάρκεια τῆς Ἱστορίας, ἀποδεικνύουν τίς νέες δυνατότητες τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅταν κοινωνεῖ μέ τόν Θεό. Ὁ Ἅγιος μπορεῖ καί ὑπερβαίνει τά πάθη του, παραιτεῖται ἀπό τά δικαιώματά του, ἀκόμη καί ἀπό τήν ἴδια τοῦ τή ζωή, πρόθυμος νά ὑποστεῖ τά φρικτότερα μαρτύρια, ἀγαπᾶ καί τούς ἐχθρούς του, εἰρηνεύει ἐν τή καρδία του, χαίρεται κάθε στιγμή τῆς ὑπάρξεώς του, θαυματουργεῖ χάρις στήν κοινωνία μέ τό Θεό, γίνεται Φῶς καί δόξα γιά ὅλο τόν κόσμο. Εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὅμως ταυτοχρόνως καί κοινωνός τῆς θείας φύσεως. Καί ἐπειδή οὐδέποτε οἱ ἅγιοι θά ἐκλείψουν, ἡ βεβαιότητα τῆς Ἀναλήψεως θά δίδει δύναμη στόν καθέναν μας νά ἀκολουθεῖ αὐτόν τόν δρόμο.
Ὁ τρίτος δρόμος εἶναι ἡ εὐλογία πού μᾶς δίδεται στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὄχι μόνο ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά καί κάθε τί τό ὑλικό μέσα στήν Ἐκκλησία μας, ἁγιάζεται καί ἀνεβαίνει προσφερόμενο στό Θεό. Τό ψωμί καί τό κρασί, τό κερί καί τό λιβάνι, τά χρώματα τῶν εἰκόνων, τό νερό καί τό λάδι, οἱ καρποί καί τά γεννήματα τῆς γής, εὐλογοῦνται μέσα στά μυστήρια καί τίς ἀκολουθίες καί μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι εἶναι δικά Του, ὅτι χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε πραγματικά τίποτα, γιατί μόνο ἡ σχέση μας μαζί Του δίδει νόημα στή ζωή μας.
Ἡ ὕλη δέν θά παύσει νά εἶναι ὕλη. Ἀκόμη ὅμως καί αὐτή θυμίζει τίς δυνατότητες τῆς φύσεώς μας νά εἶναι πλησίον του Θεοῦ. Ὁ κόσμος μᾶς ἐξακολουθεῖ νά πορεύεται μέ ἄλλες βεβαιότητες. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στήν ἐξουσία, τήν τεχνολογία, τό χρῆμα, τήν γνώση, τήν ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς. Ἐνίοτε περιφρονεῖ τίς βεβαιότητες τῆς πίστεώς μας, θεωρώντας τές ξεπερασμένες γιά τήν ἐποχή μας. Διαπιστώνουμε ὅμως ὅτι οἱ ἀνθρώπινες βεβαιότητες κρατοῦν μέχρι τοῦ τάφου. Μπροστά στόν πόνο, τήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο, κάθε βεβαιότητα συντρίβεται καί φανερώνεται γυμνή, καθότι κρατᾶ τήν ἀνθρώπινη φύση καθηλωμένη στά πεπερασμένα ὅρια τῆς φθαρτότητας. Ἡ βεβαιότητα τῆς πίστεως ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο εἰς οὐρανούς.
Δίδει δόξα, τιμή καί ἐλπίδα στόν πιστό. Προσφέρει γνήσια χαρά, πού ἁγιάζει τή ζωή μας. Καί διά τῆς σχέσεως μέ τόν Ἀναληφθέντα Κύριό μας ἐν τή Ἐκκλησία, ἐπαναφέρει τό «ἀρχαῖον κάλλος» στήν φύση μας. Δέν εἴμαστε μόνοι μας. Δέν καταλήγει ἡ ζωή μας στόν θάνατο. Μποροῦμε νά νικήσουμε τήν ματαιότητα καί τήν φθαρτότητα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, διά τῆς Ἀναλήψεώς Του, μᾶς δίδει αὐτή τήν βεβαιότητα. Καί ἡ εὐλογία βιώνεται κάθε φορᾶ πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς τελεῖ τά μυστήρια της, ἑορτάζει τούς Ἁγίους της, ὑπενθυμίζει τόν λόγο τοῦ Κυρίου στό Εὐαγγέλιο. Αὐτή τήν βεβαιότητα οὐδείς τήν ἐγκρέμισε στούς αἰῶνες. Καί κάθε φορᾶ πού ὁ καθένας μας τή ζεῖ, ἀνέρχεται πλησίον του Θεοῦ. Δία τοῦ Ἀναληφθέντος Κυρίου μας. Ἀμήν
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου