Ἀδελφοί μου χριστιανοί
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως,
1) Σᾶς εὔχομαι τήν ὑγεία σας καί τήν
εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν οἰκογένειά σας. Στά χωριά πού περιοδεύω, σάν
Ἐπίσκοπος, μαζί μέ τά ἁπλά πνευματικά λογάκια πού τούς λέγω, τούς λέγω
ἀκόμη νά προσέχουν πολύ καί τήν ὑγεία τους. «Θά σᾶς δώσω, χριστιανοί
μου, – τούς λέγω – τέσσερα φάρμακα γιά τήν ὑγεία σας. Ἀλλά θέλω νά τά
πάρετε καί τά τέσσερα. Τό πρῶτο, εἶναι τό νά τρῶτε, ὄχι τά πρόχειρα
ἐκεῖνα φαγητά πού κάνουν στούς δρόμους τῶν πόλεων, γιά νά «βουλώσουν»
τήν πείνα τους, γιατί αὐτά κάνουν ζημιά στήν ὑγεία. Ἀλλά νά τρῶτε φαγητό
καλομαγειρεμένο, ὅπως τό ἔκαναν παλαιά οἱ γονεῖς σας ἐδῶ στά χωριά μας.
Δεύτερο φάρμακο, εἶναι τό νά κοιμᾶστε. Προτοῦ νά κοιμηθεῖτε νά
σταυρώνετε τό μαξιλάρι σας, τρεῖς φορές, «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί
τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί νά κοιμᾶστε ἥσυχα, χωρίς νά
σκέπτεστε τίς ἀγωνίες σας. Γιατί θά ἔχετε ἀϋπνία. Ὡς τρίτο φάρμακο σᾶς
λέγω τό νά μήν στενοχωρεῖστε. Δέν βγαίνει τίποτε μέ τήν στενοχώρια,
χριστιανοί μου. Τά μπερδεύουμε χειρότερα τά πράγματα, γιατί χάνουμε τό
κουράγιο μας. Ἀλλά θά πεῖτε, πῶς νά μήν στενοχωρούμαστε, ἀφοῦ ἔχουμε
τόσα προβλήματα; Γιά τά προβλήματά σας, ἀδελφοί μου, πατέρες καί μητέρες
μου καί ἅγιες γιαγιές, γιά τά προβλήματά σας, λέγω, σᾶς δίνω τό τέταρτο
καί τό πιό καλό φάρμακο: Τό νά τά ἀκουμπᾶτε ὅλα στήν Παναγία. Νά λέτε:
«Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό
τήν σκέπην Σου!». Καί θά δεῖτε πόσο ὡραῖα θά σᾶς ἔρθουν ὅλα τά θέματά
σας.2) Ἀλλά εἶμαι χαρούμενος, γιατί βρῆκα δύο ὡραῖα κειμενάκια, δύο κοντινῶν μας ἁγίων, τοῦ ἁγίου Πορφυρίου καί τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Εἶναι σχετικά μέ τήν ὑγεία τά κείμενα αὐτά. Σᾶς παρακαλῶ πολύ νά τά διαβάσετε.
(α) Σᾶς παραθέτω τό πρῶτο κείμενο τοῦ ἁγίου Πορφυρίου. Μᾶς λέγει:
«Νά προσέχεις τή δίαιτά σου, νά μήν τρῶς
τροφές πού πειράζουν τήν πάθησή σου καί παχαίνουν. Νά μή μένεις πολλές
ὧρες στό κρεβάτι, γιατί θά ξαναρρωστήσεις. Νά κινεῖσαι, νά ἀσκεῖσαι,
ἀλλά μέ μέτρο. Νά περπατᾶς, ἀλλά οὔτε πολύ γρήγορα οὔτε πολύ ἀργά, οὔτε
σέ ἀνηφοριές οὔτε σέ κατηφοριές, οὔτε σέ μεγάλο ὑψόμετρο οὔτε σέ μικρό.
Νά βαδίζεις, μέ κανονικό ρυθμό, σέ ἴσιο μέρος, χωρίς νά κουράζεσαι. Νά
βγαίνεις ἔξω. Δέ θά σοῦ πῶ ποῦ νά πᾶς· πήγαινε ὅπου σοῦ ἀρέσει, φθάνει
νά εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἀθήνα, μακριά ἀπό τά καυσαέρια, πού σέ βλάπτουν
πολύ στήν ὑγεία σου. Νά μή βγαίνεις ἔξω στό πολύ κρύο καί στήν πολλή
ζέστη. Ὅταν βγαίνεις στό κρύο, νά κρατᾶς ἕνα μαντήλι μπροστά στή μύτη
καί τό στόμα σου, γιά νά μήν ἀναπνέεις ψυχρό ἀέρα, καί στή ζέστη νά
φορᾶς καπέλο, γιά νά μή σέ πειράξει ὁ ἥλιος στό κεφάλι.
Νά προσέξεις πολύ τήν ψυχική πίεση καί τό
ἄγχος, πού αἰσθάνεσαι στήν ἐργασία σου. Ξέρω, ὅτι ἐκεῖ δέ σέ πιέζουν,
καί ἐξωτερικά φαίνεσαι ἤρεμος, ἀλλά ἐσωτερικά καταπιέζεις μόνος σου τόν
ἑαυτό σου, γιά νά μήν ὑστερήσεις ὡς πρός τούς ἄλλους καί γιά νά
ἀποδώσεις καλύτερη καί περισσότερη ἐργασία. Εἶδες τώρα, πού πῆρες
ἀναρρωτική ἄδεια καί ἔμεινες ἀρκετές μέρες μακριά ἀπό αὐτή τήν ἐργασία
σου, πόσο ἠρέμησες ἐσωτερικά; Ὅταν θά κάνεις ἄλλου εἴδους ἐργασία, δέ θά
ἔχεις ἄγχος. Νά διαβάζεις πατερικά βιβλία καί νά προσεύχεσαι. Πρό
πάντων νά μή στενοχωριέσαι. Ἔτσι ἡ ὑγεία σου θά πάει καλύτερα. Ὅσο πιό
πολύ θά ἀγαπᾶς τό Χριστό, τόσο πιό πολύ θά χαίρεσαι καί τόσο πιό λίγο θά
στενοχωριέσαι. Ὅλα νά τά κάνεις μέ ἀγάπη καί εὐχαρίστηση, χωρίς πίεση
καί ἄγχος. Νά παίρνεις καί τά φάρμακά σου, ἴσως κάποτε νά τά πετάξεις κι
αὐτά» .
(β) Σᾶς δίνω τώρα καί τό ἄλλο κείμενο τοῦ ἁγίου Παϊσίου, σχετικό μέ τό ἄγχος, ἀπό τό ὁποῖο ὑποφέρουν ἰδιαίτερα οἱ ἄνθρωποι σήμερα:
«Γιά τίποτε νά μήν ἔχετε ἄγχος. Τό ἄγχος
εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπετε ἄγχος, νά ξέρετε ὅτι ἐκεῖ ἔχει βάλει
τήν οὐρά του τό ταγκαλάκι. Ὁ διάβολος δέν πηγαίνει κόντρα. Ἄν ὑπάρχη μία
τάση, σπρώχνει καί αὐτός, γιά νά ταλαιπωρήση καί νά πλανήση τόν
ἄνθρωπο. Τόν εὐαίσθητο λ.χ. τόν κάνει ὑπερευαίσθητο. Ὅταν ἔχης διάθεση
νά κάνης μετάνοιες, σπρώχνει καί ὁ διάβολος νά κάνης περισσότερες ἀπό
τήν ἀντοχή σου καί, ἄν οἱ δυνάμεις σου εἶναι περιορισμένες,
δημιουργεῖται μιά νευρικότητα, γιατί δέν τά βγάζεις πέρα, καί στήν
συνέχεια σοῦ δημιουργεῖ ἄγχος μέ ἐλαφρά ἀπελπισία κατ’ ἀρχάς καί μετά
συνεχίζει… Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα, μόλις
ἔπεφτα νά κοιμηθῶ, μοῦ ἔλεγε ὁ πειρασμός: “Κοιμᾶσαι; Σήκω! Τόσοι
ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι ἔχουν ἀνάγκη…” Σηκωνόμουν καί ἔκανα μετάνοιες,
ὅ,τι μποροῦσα. Μόλις ἔπεφτα νά κοιμηθῶ, ἄρχιζε ξανά: “Οἱ ἄλλοι
ὑποφέρουν κι ἐσύ κοιμᾶσαι; Σήκω!” Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι πού ἔφθασα νά
πῶ: “Ἄχ, νά μοῦ κόβονταν τά πόδια, τί καλά! Θά ἤμουν τότε
δικαιολογημένος, ἀφοῦ δέν θά μποροῦσα νά κάνω μετάνοιες”. Μιά Μεγάλη
Σαρακοστή τήν ἔβγαλα μέ τό ζόρι, γιατί πήγαινα νά στριμώξω τόν ἑαυτό μου
περισσότερο ἀπό τήν ἀντοχή μου.
Ὅταν νιώθουμε στόν ἀγώνα μας ἄγχος, νά ξέρουμε ὅτι δέν κινούμαστε στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι τύραννος νά μᾶς πνίγη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου