Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς Μέντεμ


Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς Μέντεμ







Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς Μέντεμ


Α΄ 


Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Αὐγουστίνου τῆς Καλούγκα ἦταν καὶ ὁ μετέπειτα μάρτυρας τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς Μέντεμ.

Γεννήθηκε στὴν πόλι Μίταβ τῆς ἐπαρχίας Κουρλανδία (Λετονία) τὸ 1877. Πατέρας του ἦταν ὁ Ἀντώνιος Ludvigovich Μέντεμ, ποὺ κατεῖχε διάφορες κυβερνητικὲς θέσεις μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ γερουσιαστῆ καὶ κυβερνήτη τῆς πόλεως Νόβγκοροντ.
Τὸ 1870 ὁ Ἀντώνιος Ludvigovich ἀγόρασε 16.000 στρέμματα γῆς καὶ ἀργότερα ὁ γυιός του Ἀλέξανδρος πούλησε τὰ 5.400 στρέμματα σὲ ντόπιους χωρικοὺς σὲ πολὺ χαμηλὴ τιμή.
Ὅλη ἡ οἰκογένεια ἦταν ἀγαπητὴ ἀπὸ τοὺς συμπολῖτες τους καὶ εἶχαν μόνο ὄμορφες ἀναμνήσεις νὰ διηγηθοῦν ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ ἦταν κυβερνήτης ὁ Ἀντώνιος.


Ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφοίτησε ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο τοῦ Νόβγοροντ καὶ ἀργότερα, τὸ 1897, ἀπὸ τὴ Νομικὴ σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ οἱ σπουδές του ἦταν στὴ νομική, ποτέ του δὲν σαγηνεύτηκε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα.


Ἀπὸ μικρὸς καλλιεργοῦσε τὴ γῆ καὶ καμμιά ἀγροτικὴ ἐργασία δὲν γινόταν δίχως τὴ δική του συμμετοχή. Ἔτσι ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀπέκτησε μεγάλη πείρα καὶ πάνω στὶς γεωργικὲς καλλιέργειες ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν τόπο του καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ 1901 ὁ Ἀλέξανδρος παντρεύτηκε τὴ Μαρία Φιοντόροβνα Τσέρτκοβα, μὲ τὴν 


ὁποία ἀπέκτησαν τρία κορίτσια καὶ ἕνα γυιό. Ὁγυιός του, μετὰ τὴν ἐπανάστασι, μετανάστευσε στὴ Γερμανία καὶ μία ἀπὸ τὶς κόρες του πυροβολήθηκε τὸ 1938.
Ὁ Ἀλέξανδρος διαχειρίστηκε τὴν περιουσία του μέχρι τὸ 1918 καὶ μετὰ τὴν κατάσχεσι ἀπὸ τὴ Σοβιετικὴ κυβέρνησι ὅλων τῶν ἰδιόκτητων ἐκτάσεων νοίκιασε λίγα μόλις στρέμματα, ὅσα δηλαδὴ μποροῦσε νὰ καλλιεργήσῃ μόνος του.
Ἡ οἰκογένειά του ζοῦσε πολὺ φτωχικὰ καὶ ἀρκετὲς φορὲς εἶχαν μόνο τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα ν᾿ ἀγοράσουν ἐλάχιστους σπόρους ἀπαραίτητους γιὰ τὴ σπορά. Πολλὲς φορὲς δὲν εἶχαν ἄλογα κ᾽ ἐπειδὴ ἡ ἔκτασι τῆς γῆς ποὺ μίσθωναν ἦταν 18 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλι, πήγαιναν μὲ τὰ πόδια ἢ ἀνέβαιναν σὲ κάρρα ποὺ κατευθύνονταν πρὸς τὴν περιοχὴ ἐκείνη.

Ὅταν ξεκίνησε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, ὁ Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ τοὺς δύο ἀδελφούς του συμφώνησαν νὰ μὴ στραφοῦν ἐναντίον τῶν ἴδιων τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ μὴ συμμετέχουν στὸν πόλεμο.


Τὸ 1918 τὸν συνέλαβαν οἱ μπολσεβῖκοι καὶ τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο διὰ πυροβολισμοῦ. Τὴν ἡμέρα ὅμως τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, ζητώντας ἄδεια γιὰ νὰ πάῃ ν᾽ ἀποχαιρετήσῃ τοὺς συγγενεῖς του, ἐπενέβη ὁ Λευκὸς Στρατός, ἔδιωξε τοὺς μπολσεβίκους ἀπὸ τὴν περιοχὴ κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος σώθηκε ἀπὸ βέβαιο θάνατο.



Συνελήφθη ξανὰ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1919 καὶ φυλακίστηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὶς φυλακὲς τοῦ Σάρατοβ. Ὅταν ἀποφυλακίστηκε δήλωσε ὅτι ποτέ δὲν εἶχε προσευχηθῆ τόσο ἔνθερμα ὅσο μέσα στὴ φυλακή, ὅπου ὁ θάνατος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν καὶ κανείς δὲν γνώριζε ποιός θὰ ἦταν ὁ ἑπόμενος ποὺ θὰ θυσίαζε τὴ ζωή του γιὰ τὸ Χριστό.


Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1923 οἱ ἀρχὲς συνέλαβαν πάλι τὸν Ἀλέξανδρο. Ὁ ἀνακριτὴς τὸν κατηγόρησε ὅτι ὠργάνωνε μιὰ φάρμα ἐκτροφῆς βοοειδῶν κι ἀφοῦ τὸν ἄκουσε νὰ μιλάῃ μὲ λεπτομέρειες γιὰ μιὰ τέτοια ἐπιχείρησι, θαύμασε μὲν τὶς γνώσεις του ἀλλὰ ἀρνήθηκε νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἄδεια νὰ ὑλοποιήσῃ τὴν ἰδέα του. Τέλη Ὀκτωβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἀποφυλακίστηκε καὶ ἐπέστρεψε στὴν οἰκογένειά του.
Ὅλες αὐτὲς οἱ δοκιμασίες μαλάκωσαν τὴν ψυχή του καὶ δυνάμωσαν τὴν πίστι του.



Τὸ 1922 ἔγραψε στὸ γυιό του, Θεόδωρο «Σὲ λίγες μέρες εἶνε τὰ γενέθλιά σου. Γίνεσαι 21 ἐτῶν, ἄρα ἐνηλικιώνεσαι. Θὰ προσεύχωμαι, ἀγόρι μου, ἔνθερμα γιὰ σένα νὰ βαδίζῃς τὴν ἐπίγεια ζωή σου ἀξίως καὶ μὲ δικαιοσύνη –ὅσο μπορεῖς–, σῴζοντας τὴν ψυχή σου. Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ σοῦ χαρίζῃ χαρά, δύναμι ψυχῆς καὶ σώματος, ἀνδρεία καὶ τόλμη, καὶ δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη πίστι. Τὴν πίστι ὅτι ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει μὲ τὸ θάνατό μας. Τέτοιου εἶδους πίστι θὰ σὲ κάνῃ νὰ μὴν προσκολλήσῃς τὴν ἐπίγεια ζωή σου —ποὺ εἶνε μικρῆς σημασίας— σὲ πράγματα εὐτελῆ, ἀνήθικα καὶ ἐξευτελιστικά…Μόνο ἕνας βαθειὰ πιστὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ εἶνε ἀληθινὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐξάρτησί μας ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ μόνη ἐξάρτησι ποὺ δὲ μᾶς ὑποβιβάζει καὶ δὲ μᾶς μετατρέπει σὲ ἐλεεινοὺς δούλους, ἀλλὰ ἀντιθέτως μᾶς ἐξυψώνει. Εἶμαι ἕνας φτωχὸς κήρυκας καὶ ὁδηγός, ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ σοῦ πῶ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ μου τὸ πῶς αἰσθάνομαι γιὰ σένα καὶ τὸ τί σοῦ εὔχομαι γιὰ τὴ μελλοντική σου πνευματικὴ πορεία. Νὰ πιστεύῃς χωρὶς κανένα δισταγμό. Νὰ προσεύχεσαι θερμὰ μὲ πίστι ὅτι ὁ Θεὸς σὲ ἀκούει. Νὰ μὴ φοβᾶσαι τίποτα σ᾽ αὐτὸ τὸ κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ νὰ καθοδηγῇς τὴ συνείδησί σου σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Μὴν λαμβάνεις τίποτε ἄλλο ὑπ᾽ ὄψιν σου. Νὰ μὴ προσβάλλῃς κανένα. Ὁ Χριστὸς νὰ εἶνε μαζί σου, ἀγόρι μου ἀγαπημένο. Ἡ μητέρα σου κ᾽ ἐγὼ προσευχόμαστε γιὰ σένα εὐχαριστώντας τον ποὺ μᾶς χάρισε τέτοιο γυιό… Σὲ ἀγκαλιάζω νοερῶς, σὲ σταυρώνω καὶ σοῦ στέλνω τὴν ἀγάπη μου. Ὁ Θεὸς νὰ εἶνε μαζί σου. Ὁ πατέρας σου».


Τὸ 1925 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαρία Φιοντόροβνα ἔγραψε στὸ γυιό τους Θεόδωρο ποὺ βρισκόταν στὸ ἐξωτερικό «Θὰ ἤθελα νὰ σοῦ γράψω κάποια πράγματα γιὰ τὸν πατέρα σου τὰ ὁποῖα ἴσως νὰ σοῦ εἶνε κάπως ἀκατανόητα. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ πατέρας σου ἔχει ὡριμάσει πνευματικά. Δὲν ἔχω ξαναδεῖ στὴ ζωή μου τέτοια πίστι, εἰρήνη καὶ γαλήνη ψυχῆς, τόση ἐλευθερία καὶ δύναμι πνεύματος. Κι αὐτὸ δὲν εἶνε μόνο ἡ δική μου ὑποκειμενικὴ ἄποψι τὸ βλέπουν ὅλοι. Καὶ θέλω νὰ ξέρῃς ὅτι μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πορευόμαστε ὡς οἰκογένεια».


[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «The Orthodox Word» τ. 282-283/2012
- μετάφρασι• ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου