Είναι εύκολο κάποιος να φιλοσοφεί ή να θεολογεί για τον πόνο. Αλλά είναι δύσκολο να αντιμετωπίζει σωστά τον πόνο, όταν ο ίδιος περνά ένα δυνατό πόνο στην ζωή του. Θεωρώ πολύ τολμηρό να μιλά κανείς για τον πόνο, όταν ο ίδιος δεν πονά. Σκέπτομαι όλους τους αδελφούς μας απανταχού της γης, που πονούν σωματικά ή ψυχολογικά ή πνευματικά.
Σωματικά πονούν οι άνθρωποι από αρρώστιες, κακουχίες, πείνα. Ψυχολογικά πονούν από κατατρεγμούς, συκοφαντίες, έλλειψη αγάπης και μη ανταπόκριση στην προσφερόμενη σε άλλα προσφιλή πρόσωπα αγάπη, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ασθένειες και θανάτους προσφιλών ανθρώπων και άλλα αίτια. Πνευματικά πονούν όσοι αγαπούν τον Θεό και τον άνθρωπο και όμως βλέπουν ότι με τις αμαρτίες τους λυπούν τον Θεό και προσβάλλουν την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο.
Δεν εισήλθε ασφαλώς κατ’ ευδοκία Θεού. Μπήκε κατά παραχώρηση Θεού, όταν ο άνθρωπος με την εγωιστική παρακοή του έχασε την Πηγή της Ζωής, τον Πλάστη του. Από την άπονο κατάσταση της Θείας Βασιλείας, βρέθηκε σε μία άλλη κατάσταση, στην οποία αφού δεν βασίλευε η αληθινή Ζωή, κυριαρχούσε μια ζωή φθαρμένη, συνυφασμένη με τον θάνατο, τα πάθη και την αμαρτία.
Σ’ αυτήν την νέα κατάσταση, ο θάνατος και ο πόνος φαίνονταν να έχουν ένα θετικό νόημα, όπως άλλωστε και οι άλλοι δερμάτινοι χιτώνες με τους οποίους ο Θεός ένδυσε τους πρωτοπλάστους, όταν εκείνοι έφευγαν από τον Παράδεισο, για να τους παρηγορήσει στην εξορία τους. Ο θάνατος θέτει τέρμα στο κακό, που αλλιώς θα ήταν αθάνατο επί της γης.