Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Ορθόδοξος ανθρωπολογία και παιδεία Αρχ. Γεώργιος Καψάνης Γρηγοριάτης Εισήγησις στο Ε' Πανελλήνιο Θεολογικό Συνέδριο (4.9.1982). Α' Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ




Το μέγα μυστήριο της πατροπαραδότου ευσεβείας μας είναι το μυστήριο του Θεανθρώπου Χριστού.

«Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστή­ριον. Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α' Τιμ. γ' 16.)

Το μυστήριο αυτό διησθάνοντο οι αρχαίοι Αθηναίοι σοφοί και αυτό ήθελαν να λατρεύσουν με τον βωμό στον άγνωστο θεό.

Το μυστήριο αυτό απεκάλυψε ο θείος Παύλος στην πόλι αυτή από το επίσημο βήμα του Αρείου Πάγου.

Αυτό το μυστήριο παρελάβαμε και εμείς από την αγία μας Καθολική Ορθόδοξο Εκκλησία, με το μυστήριο αυτό ζούμε, αυτό το μυστήριο διακονούμε κι αυτό το μυστήριο μας επιτρέπει να ελπίζουμε.

Χωρίς το μυστήριο αυτό η σύναξις και η παρουσία μας εδώ θα ήταν άσκοπη και περιττή και ο λόγος μας κενός και μάταιος.

Διότι χωρίς το μυστήριο του Θεανθρώπου Χριστού δεν ημπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια περί Θεού, την αλήθεια περί ανθρώπου και την αλήθεια περί κόσμου.

Χωρίς πάλι την αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου, ούτε η ζωή μας έχει νόημα ούτε η παιδεία μας δικαίωσι.





Ο άνθρωπος και τα έργα του, όπως η φιλοσοφία, η παιδεία, η ηθική, είναι φθαρτά και περιωρισμένα, γι’ αυτό και από μόνος του δεν ημπορεί να εξηγήση το τριπλό μυστήριο, του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου. Ούτε επίσης ο άνθρωπος ημπορεί ν’ αναπαυθή αυτοερμηνευόμενος, αυτονομούμενος, αυτοθεούμενος, όπως φαίνεται από την προσπάθεια του συγχρόνου υπαρξιστού ανθρώπου, που ενώ πανηγύρισε για την «απελευθέρωσί» του από τον Θεό, τελικά διεπίστωσε ότι «η δαμόκλεια σπάθη του θανάτου κρέμεται αδιάκοπα επάνω του και μέσα του, ακρωτηριάζει τα όνειρά του, κόβει στην μέση τις πιο ευγενικές προσπάθειές του, περιορίζει ασφυκτικά τα όρια της ύπαρξής του, είναι όπως λέει ο Καμύ, ένας Σίσυφος, που αγωνίζεται να ανεβάση ως την κορυφή του βουνού την πολύτιμη πέτρα της ζωής του και μόλις κοντεύη να φθάση στο τέρμα, η πέτρα του φεύγει και κατρακυλάει πάλι στο βυθό.

Αισθάνεται εγκαταλελειμμένος και έρημος. Καταδικασμένος να βλέπη, καταλαβαίνη και συνειδητοποιή ότι ζη το παράλογο» (Π. Νέλλα, Θάνατος του Θεού και η ανάσταση του ανθρώπου, Αθήνα 1975, σ. 4).

Η παιδεία αφορά τον άνθρωπο. Αλλά ποιον άνθρωπο; Τον άνθρωπο που προέρχεται από τον Θεό και κατευθύνεται προς τον Θεό. Τον άνθρωπο που ανακεφαλαιώνει όλη την κτίσι.

Γι’ αυτό και η παιδεία του ανθρώπου δεν ημπορεί να εξετασθή χωρίς αναφορά στον Θεό και στην κτίσι. Και συνεπώς χωρίς αναφορά στον Θεάνθρωπο που εξηγεί τον Θεό, τον άνθρωπο και την κτίσι και τοποθετεί τον άνθρωπο στην σωστή του σχέσι και ενότητα μέσα στο καθολικό μυστήριο της δημιουργίας του Θεού.

Αληθινός παιδαγωγός του ανθρώπου είναι αυτός που τον έπλασε και μάλιστα ο δημιουργικός του Λόγος, που λογοποιεί την ανθρωπίνη ύπαρξι εξάγοντάς την από την αλογία.

Ο Λόγος παιδαγωγεί τον άνθρωπο σώζοντάς τον. Όλη η οικονομία του Λόγου είναι κατ’ ουσίαν παιδαγωγία του ανθρώπου. Γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στον Παιδαγωγό του:

«Ω της μακαρίου θρέμματα παιδαγωγίας· το καλόν της Εκκλησίας πληρώσωμεν πρόσωπον και προς την αγαθήν προσδράμωμεν οι νήπιοι μητέρα, καν ακροαταί του λόγου γενώμεθα, την μακαρίαν δοξάζωμεν οικονο­μίαν, δι’ ήν παιδαγωγείται μεν ο άνθρωπος, αγιάζεται δε ως Θεού παιδίον, και πολιτεύεται μεν εν ουρανοίς επί γης παιδαγωγούμενος, πατέρα δε εκεί λαμβάνει, ο επί γης μανθάνει. Πάντα ο λόγος και ποιεί και διδάσκει και παιδαγωγεί» (Κλημ. Αλεξανδρέως, Παιδαγωγός, Γ’ ΧΙΓ, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 7ος, σ. 231 - 2).

Παιδαγωγείται δε αληθινά ο άνθρωπος με την οικονομία του Λόγου, διότι μόνο με αυτήν προσλαμβάνεται, θεραπεύεται, μεταμορφώνεται, σώζεται, θεώνεται ο όλος άνθρωπος. Κατά τον ίδιο Κλήμεντα «ο δε αγαθός παιδαγωγός, η σοφία, ο λόγος του πατρός, ο δημιουργήσας τον άνθρωπον, όλου κήδεται του πλάσματος, και σώμα και ψυχήν ακείται αυτού ο πανακής της ανθρωπότητος ια­τρός» (Κλημ. Αλεξανδρέως, Παιδαγωγός, A' II, ένθ. αν., σ. 83).

Αλλά η οικονομία του Σωτήρος φανερώνεται ή, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, «σημαίνεται» στην θ. Λει­τουργία όπου «τα εν τη τελετή των δώρων γινόμενα εις την του Σωτήρος οικονομίαν αναφέρεται πάντα» (Ν. Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θ. Λειτουργίας). Στην Θ. Λειτουργία, ως κέντρο της Εκκλησίας, οικονομείται, παιδαγωγείται, πληρώνεται ο άνθρωπος από τον Λόγο Χριστό, αφού κατά τον Κλήμεντα ο Λόγος δεν παιδαγωγεί εξωτερικά, αλλά προσφέροντας στον παιδαγωγούμενο άνθρωπο τον εαυτό του ως τροφή, γάλα, άρτο, σώμα και αίμα:

«Ω θαύματος μυστικού... ο λόγος τα πάντα τω νηπίω, και πατήρ και μήτηρ και παιδαγωγός και τροφεύς «Φάγεσθέ μου» φησί «την σάρκα και πίεσθέ μου το αίμα». Ταύτας ημίν οικείας τροφάς ο Κύριος χορηγεί και σάρκα ορέγει και αίμα εκχεί· και ουδέν εις αύξησιν τοις παιδίοις ενδεί. Ω του παραδόξου μυστηρίου· αποδύσασθαι ημίν την παλαιάν και σαρκικήν εγκελεύεται φθο­ράν, ώσπερ και την παλαιάν τροφήν, καινής δε άλλης της Χριστού διαίτης μεταλαμβάνοντας, εκείνον, ει δυνατόν, αναλαμβάνοντες εν εαυτοίς αποτίθεσθαι και τον Σωτήρα ενστερνίσασθαι ίνα καταργήσωμεν της σαρκός ημών τα πάθη» (Κλημ. Αλεξανδρέως, Παιδαγωγός A' VI, ένθ’ αν., σ. 99 – 100).

Με αυτόν τον εσωτερικό και μυστικό τρόπο ο παιδα­γωγός Χριστός πληρώνει τον άνθρωπο. Θα παρακολου­θήσουμε εν συνεχεία πώς ο Θεάνθρωπος Κύριος οδηγεί την ανθρωπίνη ύπαρξι στο πλήρωμά της ως Λόγος του Θεού, ως Εκκλησιαστής και ως Εικών του Θεού.





1. Ο Θεάνθρωπος Χριστός παιδαγωγεί ως Λόγος του Θεού



Ο Χριστός ως Λόγος μας αποκαλύπτει όχι μόνον τον Πατέρα κατά το Ιωάννειον «εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. α' 18) αλλά και τους λόγους όλων των κτισμάτων, αφού «τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται· και αυτός εστι προ πά­ντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε, και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολ. α', 16-18).

Εάν ο άνθρωπος και όλα τα κτίσματα του Θεού δεν έχουν τον λόγο της υπάρξεώς των και εάν οι λόγοι όλων δεν ανακεφαλαιώνωνται στον Λόγο Χριστό, τότε ο κό­σμος στο σύνολό του φαίνεται όχι μόνο ά-λογος, αλλά και παρά-λογος που φυσικά καταλήγει στο μηδέν.

Ο κόσμος χωρίς τον Λόγο Χριστό είναι όχι μόνο χωρίς νόημα αλλά και κομματιασμένος, γιατί τίποτε δεν υπάρχει που να συνδέη τα όντα σε μία καθολική και έλλογο ενότητα.

Τι νόημα και τι δικαίωσι ημπορεί να έχη η ύπαρξίς μου μέσα σ’ ένα κόσμο χωρίς κέντρο, άξονα και νόημα;

Ζωή χωρίς νόημα είναι το πιο καίριο υπαρξιακό μας πρόβλημα. Η ελλειψις κοσμικού κέντρου και κοσμικής ενότητος γίνεται για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τον ευαίσθητο νέο άνθρωπο έλλειψις προσωπικού κέντρου και προσωπικής ενότητος. Έτσι η ζωή γίνεται αγχώδης και αβίωτη. Πολλές από τις αντικοινωνικές εκδηλώσεις των παιδιών μας, όπως τα ναρκωτικά, η αναρχία, η αδιαφορία και εγκατάλειψις των σπουδών, έτσι νομίζω εξηγούνται: ως έκφρασις του ανικανοποιήτου και ως φυγή από την σκληρή πραγματικότητα της αντιμετωπίσεως ενός παραλόγου κόσμου.

Η παιδεία μας σήμερα δεν βοηθεί τους νέους να ανακαλύψουν το νόημα του κόσμου και της υπάρξεώς των, διότι η ίδια έχει χάσει τον Λόγο Χριστό ως κέντρο, άξονα και πλήρωμά της.

Οι ανθρωπιστικοί σκοποί που τοποθετούνται σήμερα ως στόχοι της παιδείας, παρά τις καλές προθέσεις των εισηγητών τους, προβάλλουν στους μαθητάς ωρισμένα ιδεώδη, όπως η απελευθέρωσις του ανθρώπου, η δημο­κρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη αλλά δεν ημπορούν να εξηγήσουν καθολικά την δημιουργία ούτε να δείξουν την σχέσι του ανθρώπου με τον Κτίστη και την κτίσι. Γι’ αυτό διαπιστώνουμε ότι τελικά και αυτά τα ιδεώδη ή δεν αγγίζουν καθόλου τους νέους ή και εάν για ένα διά­στημα τους ενθουσιάσουν, μετά τους οδηγούν στην απογοήτευσι και στον μηδενισμό.

Το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία έχει την ευρύτερη αποστολή όχι απλώς να προσφέρη μερικές επί μέρους θρησκευτικές γνώσεις, αλλά να δείξη πως όλη η κτίσις και όλα τα διδασκόμενα στο σχολείο μαθήματα έχουν τους λόγους των, που ενοποιούνται και ανακεφαλαιώνονται στον Λόγο Χριστό. Έτσι φανερώνεται η ενότης, το κέντρο και το νόημα του κόσμου.

Ο θεολόγος δέν είναι δυνατόν να είναι πανεπιστήμων. Είναι δυνατόν όμως ν’ αποκαλύψη στους μαθητάς ότι τίποτε δεν υπάρχει στην κτίσι και άρα στην ύλη των διδασκομένων στο σχολείο μαθημάτων, που να μην έχη τον λόγο του και ότι όλοι οι λόγοι ανακεφαλαιώνονται και συγκροτούνται στον Λόγο Χριστό.

Πρόκειται για μία θεολογία και φιλοσοφία με την πατερική σημασία της λέξεως, όπου η κοσμολογία εννοείται χριστολογικά και εκκλησιολογικά.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδίως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα μας βοηθήσουν πολύ στο σημείο αυτό. Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνοψίζει την σχετική θεολογία των αγίων πατέρων ως εξής: «τοιου­τοτρόπως και ο Δημιουργός του παντός, επειδή και είνε φύσει και αυτόχρημα Λόγος, διά τούτο και μετά λόγων πνευματικών εδημιούργησεν όλα τα όντα αισθητά τε και νοητά. «Πάντα γάρ, φησίν ο θεολογικώτατος Ιωάν­νης, δι’ αυτού (του Λόγου δηλ.) εγένετο· και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν, ο γέγονε» (Ιω. α' 3). Και ο θεολόγος Γρηγόριος· «Τι γαρ έστιν, ο μη λόγω συνέστηκε;» (λογ. β' περι Υιού). Και τελευταίον εδημιούργησε τον νουν λογικόν· τουτέστιν, εχάρισεν εις αυτόν μίαν φυσικήν δύναμιν, επιτηδείαν εις το να ερευνά, και να χωρή εις τους πνευματικούς αυτούς λό­γους, ους ο Δημιουργός Λόγος εις τα όντα ενέθηκε, και ούτω διά μέσου αυτών, ως διά τινων ελκυστικών δώρων, να έλκηται εις τον του Δημιουργού απαθή έρωτα, και ελκόμενος, να ενούται μετ’ αυτού αμέσως, και να μακαρίζηται. Και λοιπόν ένθεν μεν ο Δημιουργός και προαι­ώνιος Λόγος, ένθεν δε ο λογικός νους, δύω άκρα εισίν· οι δε πνευματικοί λόγοι των όντων ως μέσα των δύω άκρων τούτων ευρίσκονται, πρόξενα της τούτων αμφοτέρων ενώσεως» [Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, σ. 169. Οι λόγοι των όντων βέβαια δεν αποτελούν το πρόσωπο, αλλά τα οπίσθια του Θεού, που είδε ο Μωϋσής, η την καταφατική θεολογία, κατά τον ίδιο όσιο Νικόδη­μο. Για μια τελειοτέρα και πιο προσωπική γνώσι του Θεού βοηθεί η αποφατική και μυστική θεολογία].

Έτσι γεφυρώνονται και οι αντιθέσεις γνώσεως και πίστεως, θεολογίας και επιστήμης, που εταλαιπώρησαν αδίκως την δύσι με αντικτύπους στον τόπο μας.

Ο ορθόδοξος επιστήμων ή τεχνικός δέν είναι ανάγκη να διχάζεται. Αυτό που κάνει κάθε μέρα σαν επιστήμη ή τεχνική, εκτός του ότι απορρέει από το κατ’ εικόνα, έχει τον λόγο του, λόγο που ανάγεται στον Χριστό. Εάν η αμαρτία, ο εγωισμός, ο διάβολος, μας παρασύρουν να κόψουμε τον δεσμό, σχέσι, αναφορά λόγων και Λόγου, εμείς γνωρίζουμε ότι ο δεσμός αυτός αποκαθίσταται και ανανεώνεται κάθε φορά που επαναπροσφέρουμε, αναφέρουμε όλη την κτίσι στον Θεό στα «σα εκ των σων» της αναφοράς της θείας Λειτουργίας.

Έτσι αποκαθίσταται και η Ευχαριστιακή λειτουρ­γία του ανθρώπου στην κτίσι, που ως βασιλεύς και ιερεύς την δέχεται ως δώρο του Θεού και την επαναπροσφέρει στον Θεό ως ιδικό του δώρο.

Μετά από μια τέτοια θεώρησι η επιστήμη ημπορεί να προχωρή στο έργο της χωρίς να συγκρούεται με την πίστι και τα δόγματα της ευσεβείας.

Ο ορθόδοξος επιστήμων άλλωστε δεν δυσκολεύεται να διακρίνη την παρουσία του Θεού στην φύσι, αφού στον Θεό η ορθόδοξος θεολογία διακρίνει θεία ουσία και άκτιστες θείες ενέργειες, με τις οποίες ο Θεός εισέρ­χεται στην κτίσι. Ο κτιστός κόσμος στην Ορθοδοξία δεν μένει κλειστός και απροσπέλαστος από την άκτιστο Χάρι του Θεού. Στην μυστηριακή και λειτουργική πράξι και ιδίως στην Ευχαριστία γίνεται η ένωσις και ανάκρασις κτιστού και ακτίστου, θείου και ανθρωπίνου. Αυτός είναι ο μεγάλος γάμος, η μεγάλη χαρά και η με­γάλη εορτή της Ορθοδοξίας.

Όλα είναι κεκλημένα σ’ αυτόν τον Γάμο. Ο Θεός της Ορθοδοξίας δέν είναι έξω από την κτίσι ούτε επάνω από την κτίσι, αλλά με τις άκτιστες ενέργειές Του είναι μέσα στην κτίσι χωρίς να συγχέεται μ’ αυτήν όπως γίνε­ται στον πανθεϊσμό.

Η δυτική άποψις ότι ο Θεός σχετίζεται με την κτίσι μόνο με την τοποθέτησι ατέγκτων φυσικών νόμων στην αρχή της δημιουργίας ή με την περιστατική άρσι τους σε περίπτωσι θαύματος, οφείλεται στην έλλειψι διακρίσεως θείας ουσίας και ακτίστων θείων ενεργειών. Ως ορθόδοξοι θεολόγοι ημπορούμε να βλέπουμε συνεχώς την Χάρι του Θεού, ως άκτιστες ενέργειες μέσα στην κτίσι, ενέργειες ουσιοποιητικές, συνεκτικές, συντηρη­τικές και τελειωτικές των όντων. Έτσι αίρεται και η άλλη αντίθεσις ακτίστου Θεού και κτιστού κόσμου, που ταλαιπωρεί τον δυτικό χριστιανισμό και οδηγεί στην αθεΐα.

Μία τέτοια αίσθησις των στοιχείων του κόσμου δεν ημπορεί ποτέ να είναι το αποτέλεσμα ψιλών διανοη­τικών συλλήψεων. Μόνον ο πιστός Χριστιανός και θεο­λόγος, που λειτουργείται σωστά, λαμβάνει την αίσθησι αυτή, ζη αυτήν την ενότητα και ημπορεί να μεταδώση και στους μαθητάς του αυτό το δράμα, δράμα βαθυτέρας και μυστικωτέρας διεισδύσεως σ’ αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα.

Έτσι βοηθείται ο μαθητής στην εκπλήρωσι του βαθυτάτου ανθρωπολογικού αιτήματος για την ανακάλυψι του νοήματος και της ενότητος του σύμπαντος, ενότητος που συντελεί στην εσωτερική του ενότητα.





2. Ο Θεάνθρωπος Χριστός παιδαγωγεί ως Εκκλησιαστής



Στην θεία Λειτουργία ο Χριστός φανερώνεται όχι μόνον ως ο δημιουργικός και συνεκτικός Λόγος του Σύ­μπαντος αλλά και ως ο Εκκλησιαστής. «Ο τα πεπλανημένα και διεσκορπισμένα συνάγων εις εν και ποιών τα πάντα μίαν Εκκλησίαν τε και μίαν ποίμνην, ίνα μηδέν ανήκοον η της καλής του ποιμένος φωνής της τα πάντα ζωοποιούσης» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης P.G. 44, 636 Β, πρβλ. P.G. 44, 904 -5), δηλαδή αυτός που ενοποιεί τους πιστεύ­οντας σ’ Αυτόν, τους κάνει μέλη του σώματός Του και έτσι τους δίνει την δυνατότητα της αληθινής συναντήσεως - κοινωνίας με τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα, συναντήσεως που αποτελεί βαθύ ανθρωπολογικό αίτημα.

Η Εκκλησία στην ουσία της δεν είναι ένα θρησκευτικό ίδρυμα ή ένα ταμείο που χορηγεί την Θεία Χάρι υπό ωρισμένες νομικές προϋποθέσεις, όπως θα μας έλεγε η Σχολαστική θεολογία.

Η Εκκλησία είναι ο χώρος όπου τα ανθρώπινα πρό­σωπα ενώνονται με τα τρία πρόσωπα του Ενός Θεού διά του θεανθρωπίνου προσώπου του Ιησού Χριστού σε μία κοινωνία αληθινής αλληλοπεριχωρήσεως και αγάπης. Η Εκκλησία είναι: «η Χάρις του Κυρίου ημών Ιη­σού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων ημών».

Με την μετάνοια, την ταπείνωσι, την πίστι, την αγά­πη οι Χριστιανοί υπερβαίνουν τον νοσηρό ατομικισμό, που πάσχει από αδυναμία ουσιαστικής κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο και γίνονται πρόσωπα ανοιχτά σε κοινωνία αγάπης.

Στην κοινωνία αυτή της Χάριτος και της αγάπης υπάρχει και η αληθινή ελευθερία.

Την ενότητα αυτή αδυνατούμε οι άνθρωποι να πραγματοποιήσουμε μόνοι μας, διότι η φύσις μας λόγω του προπατορικού αμαρτήματος είναι κομματιασμένη.

Ο Χριστός μας προσλαμβάνει όλους στο σώμα Του και έτσι ενοποιεί την φύσι. Ενωμένες οι ανθρώπινες φύ­σεις στον Χριστό ημπορούν να επιδιώξουν την ανάδειξί τους σε πρόσωπα και να φθάσουν υψηλές μορφές κοινω­νίας και αγάπης εν Χριστώ. Με κέντρο την ενότητα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος η Εκκλησία όλο και διευρύνει τον κύκλο των κοινωνούντων Τριαδικώς ανθρώ­πων. Το σώμα του Χριστού θα συμπληρωθή, κατά τον άγιο Χρυσόστομο, στην Δευτέρα Παρουσία.

Η ένωσίς μας αυτή δεν είναι ηθική, ιδεολογική, συναισθηματική, φιλική, σωματειακή αλλά σωματική - οργανική.

Στην Εκκλησία με τα άγια Μυστήρια και ιδίως τη θ. Ευχαριστία γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι με τον Χριστό και μεταξύ μας «ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφ. ε' 30). Γι’ αυτό και η θεία Ευχαριστία λέγεται και είναι θεία Κοινωνία, όπου οι Χριστιανοί ημπορούμε να αισθανθούμε ότι όλα είναι κοινά, όλοι είμαστε αδελφοί, όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τους αδελφούς μας και όλοι ημπορούμε να ζούμε κοινοβιακά όπως οι πρώτοι Χρι­στιανοί και οι μοναχοί.

Κοινωνία προσώπων δεν ημπορεί να γίνη χωρίς ταπείνωσι, αγάπη και θυσία. Ο Χριστός κοινωνεί μαζί μας γιατί ταπεινώνεται, κενούται, προσφέρεται και θυ­σιάζεται στον Σταυρό.

Η θυσία του Χριστού γίνεται απτή στην θεία Λει­τουργία. Όλοι κοινωνούμε τον θυσιαζόμενο Χριστό και όλοι καλούμεθα να αποκτήσουμε το θυσιαστικό, ταπει­νό, αγαπητικό ήθος του Χριστού, την, κατά τον άγιο Ιγνάτιο Θεοφόρο, «Ομοήθειαν Θεού». «Πάντες ουν ομοήθειαν Θεού λαβόντες, εντρέπεσθε αλλήλοις και μηδείς κατά σάρκα βλεπέτω τον πλησίον, αλλ’ εν Ιησού Χριστώ αλλήλους διά παντός αγαπάτε» (ΒΕΠΕΣ 3, σ. 269).

Ο ταπεινός και θυσιαζόμενος Ιησούς, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος γίνεται για τον άνθρωπο και τον μαθητή στο Σχολείο ο αληθινός παιδα­γωγός, που του δίνει την δυνατότητα να ξεπεράση τον εγωισμό του και να προχωρήση σε μία ουσιαστική συνάντησι με τον προσωπικό Θεό και τα ανθρώπινα πρόσω­πα. Σ’ αυτή την συνάντησι, θα αναδειχθή και το ιδικό του πρόσωπο.

Ο άνθρωπος διψά γι’ αυτή την συνάντησι. Πάσχει από την μοναξιά και την ακοινωνησία. Δεν αναπαύεται στον εγωισμό.

Τα σχολεία μας, αν θέλουμε να βοηθούν ουσιαστικά τους νέους, πρέπει να γίνουν σχολεία όπου οι μαθηταί θα βοηθούνται ελεύθερα και χωρίς πίεσι, με διακριτική αγάπη να κάνουν αυτή την συνάντησι, χωρίς την οποία κάθε άλλη συνάντησις είναι σκιά και αποτυχία.

Ούτε η ηθική αγωγή της βελτιώσεως του χαρακτήρος, ούτε η ελευθέρα διακίνησις των ιδεών ημπορεί να αντικαταστήση την κοινωνία των προσώπων. Αποτελούν μάλλον τα πτωχά υποκατάστατά τους. Τα πρόσω­πα δεν ημπορούν ποτέ να αντικατασταθούν με ιδέες. Όταν τα πρόσωπα συναντηθούν με αγάπη εν Χριστώ, τότε και η ηθική αγωγή και η ελευθερία βρίσκουν το σωστό περιεχόμενό τους.

Η εν Χριστώ κοινωνία των προσώπων δεν έχει βέ­βαια στατικό χαρακτήρα. Δεν είναι κάτι που γίνεται αμέσως. Είναι υπόθεσις του αγώνος όλης της ζωής μας. Η ζωή του Χριστιανού είναι ένα πέρασμα από το εγωιστικό κλείσιμο στο αγαπητικό άνοιγμα, στην κοινωνία της αγάπης. Πέρασμα που γίνεται με αγώνα, άσκησι, βία στον εαυτό μας και πόνο γιατί η φύσις μας είναι άρρωστη.

Οι μη χριστιανικές ανθρωπολογίες δεν γνωρίζουν το βάθος της αρρώστιας του ανθρώπου. Γι' αυτό και υπεραπλουστεύουν τα πράγματα. Το πείραμα της βελτιώ­σεως του ανθρώπου με την βελτίωσι των εξωτερικών κοινωνικών και οικονομικών δομών δεν επέτυχε.

Ούτε οι υλιστικοκαπιταλιστικές κοινωνίες με την αφθονία τους, ούτε οι υλιστικοσοσιαλιστικές με την αδυναμία τους να ιδούν βαθύτερα την τραγικότητα του ανθρώπου ημπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο ουσιαστικά να ξεπεράση την αρρώστια του και να πραγματοποιήση την αληθινή θεανθρωπίνη κοινωνία της αγάπης.

Ο θεολόγος μεταφέροντας στο Σχολείο το πνεύμα της θ. Λειτουργίας, δηλ. το πνεύμα του Ιησού Χριστού ως Εκκλησιάζοντος παιδαγωγού, βλέπει στον κάθε μα­θητή του «καλό» ή «κακό» την εικόνα του Θεού. Η στά­σις του απέναντι όλων είναι στάσις αποδοχής ανεξαρτήτως της πίστεως ή της αρετής των, στάσις εκτιμήσεως της θείας εικόνος που περικλείουν, στάσις κατανοήσεως και παρακλήσεως της ανθρωπίνης αδυναμίας και του ανθρωπίνου πόνου. Η τάξις για τον θεολόγο δεν είναι μάζα αλλά κοινωνία προσώπων κεκλημένων να φθάσουν την τριαδική κοινωνία. Γι’ αυτό και, όσο οι συν­θήκες του επιτρέπουν, απευθύνεται στα πρόσωπα και βοηθεί να πραγματοποιηθή η συνάντησις και κοινωνία των προσώπων.

Η αγάπη προς τους μαθητάς ως πρόσωπα ανάβει τον σπινθήρα της αγάπης και στις καρδιές των μα­θητών. Πολλά παιδιά σήμερα δεν αγαπούν, γιατί δεν έχουν αγαπηθή. Ο μαθητής διαισθάνεται εάν ο καθη­γητής του τον αγαπά και τον δέχεται ως πρόσωπο ή τον ξεπερνά και στέκεται αδιάφορος, ψυχρός ή και εχθρικός σ’ αυτόν.

Η εν Χριστώ αγάπη του θεολόγου φέρει στα Σχο­λεία το σπέρμα της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγαπώντων προσώπων.

Το ορθόδοξο εκκλησιολογικό, λειτουργικό, κοινοτικό, κοινωνικό πνεύμα πρέπει να διαποτίση την ζωή μας, την ποιμαντική μας, την παιδαγωγική μας, την διδασκαλία μας. Τότε όλοι θα αισθανόμεθα την Εκκλησία ως το πα­τρικό μας σπίτι, την ευρύτερη πνευματική μας οικογέ­νεια, την εν Χριστώ, αδελφότητά μας, την συνέχεια του αποστολικού χορού. Η εν Χριστώ αγάπη θα μας ενώνη όλους και θα μας βοηθή όλους να ωριμάσουμε. Κανείς δεν θα αισθάνεται καταπιεσμένος από τους άλλους.

Αυτή την Εκκλησία έχει ιδιαίτερα ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος, που υποφέρει από τις απρόσωπες, μαζοποιημένες, τεχνοκρατικές, καταναλωτικές, καταπιεστικές, εξουδενωτικές του προσώπου και εκμεταλλευτικές δομές των συγχρόνων κοινωνιών.





3. Ο Θεάνθρωπος Χριστός παιδαγωγεί ως Εικών του Θεού



Η ορθόδοξος θεολογία του Χριστού ως Εικόνος του Θεού (Β’ Κορ. δ' 4) και του ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. α’ 26) είναι όπως γνωρίζουμε πολύ σημαντική για την κατανόηση του ανθρώπου.

Ο εικονικός χαρακτήρ του ανθρώπου αναφέρεται όχι μόνον στα ιδιαίτερα χαρίσματα που έλαβε από τον Θεό, αλλά και στον προορισμό του, που είναι η ένωσις με το θείο Αρχέτυπο. Το κατ’ εικόνα δηλ. είναι η οντολογική αρχή και το τέλος του ανθρώπου. To Α και το Ω.

Σωστά παρατηρήθηκε ότι ο άνθρωπος ως θεολογικό ον «για να είναι αληθινός πρέπει να υπάρχη σε κάθε στιγμή και να ζη θεοκεντρικά. Όταν αρνήται τον Θεό, αρνείται τον εαυτό του και αυτοκαταστρέφεται. Όταν ζη θεοκεντρικά, καταξιώνει μέχρι το άπειρο τον εαυτό του, αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται μέχρι την αιω­νιότητα» (Π. Νέλλα, «Ζώον Θεούμενον» σ. 45).

Στον εικονικό του χαρακτήρα οφείλει ο άνθρωπος τον δυναμισμό του και το μεγαλείο του.

Εικονίζοντας τον δημιουργό και σοφό Θεό έχει το χά­ρισμα της γνώσεως και δημιουργίας.

Εικονίζοντας τον αυτεξούσιο Θεό έχει το αυτεξούσιο, την ελευθερία. Κατά τον άγιο Μάξιμο «Ει κατ’ εικόνα της μακαρίας και υπερουσίου Θεότητος ο άνθρωπος γεγένηται, αυτεξούσιος δε φύσει η θεία φύσις, άρα και ο άνθρωπος ως αυτής όντως εικών αυτεξούσιος τυγχάνει φύσει· ει δε αυτεξούσιος φύσει, θελητικός άρα ο άνθρω­πος» (P.G. 91 304). Εάν δε κατά τον ιερό Καβάσιλα χάση το αυτε­ξούσιο, χάνει και τον άνθρωπο «Ταύτόν γαρ εστιν, ειπείν απολέσαι το αυτεξούσιον και απολέσαι τον άνθρωπον» (Ρ. G. 150, 638).

Εκείνο όμως που περισσότερο από όλα φανερώνει τον θείο χαρακτήρα στον άνθρωπο είναι η ερωτική δύναμις της ψυχής του και η ερωτική φορά του προς το θείο Αρχέτυπο. Κατά τον θείο Μάξιμο και Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη «Το Θείον οι θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην, ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν. Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κι­νείται· ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά... Διό και Παύλος ο Μέγας, εν κατοχή του θείου γεγονώς έρωτος και της εκστατικής δυνάμεως μετειληφώς ενθέω στόματι· Ζω εγώ, φησίν, ουκ έτι, ζη δε εν εμοί Χριστός, ως αληθής εραστής και εξεστηκώς, ως αυτός φησί τω Θεώ, και ου την εαυτού ζων, αλλά την του εραστού ζωήν, ως σφόδρα αγαπητήν» (Αγ. Μαξίμου Ζ' Εκατ. κεφ. Φιλοκαλία, Β', σ. 183).

Η ερωτική αυτή δύναμις της ψυχής του κάνει τον άνθρωπο να διψά στο βάθος της υπάρξεώς του την ένωσι με το Αρχέτυπό του, την Θέωσι και να μην αναπαύεται στα κτιστά και πεπερασμένα. Κατά τον ι. Καβάσιλα «Η γαρ των ανθρωπίνων ψυχών δίψα απείρου δείταί τινος ύδατος, ο δε κόσμος ούτος πεπερασμένος αρκέσαι δη πως δύναιτ’ αν» (Περί της εν Χριστώ ζωής, λογ. 2);

Ο κτιστός άνθρωπος είναι προωρισμένος να ενωθή με την άκτιστο χάρι του Θεού και να γίνη θεός κατά χάριν. Εδώ συνοψίζεται όλο το μυστήριο του ανθρώπου «ως κεκελευσμένου θεού» κατά τον Μ. Βασίλειο (Γρηγορίου Θεολ. Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειο).

Κατά δε τον θεολογικώτατο άγιο Γρηγόριο, «Τούτο δη βουληθείς ο τεχνίτης επιδείξασθαι Λόγος, και ζώον εν εξ αμφοτέρων, αοράτου τε λέγω και ορατής φύσεως, δημιουργεί τον άνθρωπον... οιόν τινα κόσμον έτερον εν μικρώ μέγαν επί της γης ίστησιν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν... ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λογ. 45, εις το άγ. Πάσχα).

Όμως με την πτώσι του ανθρώπου το κατ’ εικόνα αμαυρώνεται, η ανθρωπίνη φύσις νοσεί την αμαρτία, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Το κατ’ εικόνα δεν ημπορεί να ενεργοποιηθή, να γίνη «καθ’ ομοίωσιν».

Ο Ιησούς Χριστός, ως Εικών του Θεού λαμπρά και απαράλλακτος και ως Αρχέτυπο του ανθρώπου με όλη την σωτήριο οικονομία Του αναστηλώνει την πεσούσα εικόνα του Αδάμ, δείχνει το πρωτότυπο κάλλος της, και ως καλός παιδαγωγός προσανατολίζει, έλκει και χειρα­γωγεί τον άνθρωπο στο θείο Αρχέτυπό του. «Την αμαυρωθείσαν εν Αδάμ φύσιν, μεταμορφωθείς απαστράψαι πάλιν πεποίηκας, Χριστέ, μεταστοιχειώσας αυτήν εις την Σην της θεότητος δόξαν τε και λαμπρότητα» (Απόστ. εσπερ. Μεταμορφώσεως).

Όταν ο άνθρωπος γίνη σύμμορφος με την εικόνα του Χριστού, (Ρωμ. η' 29) αποκτά την αληθινή μόρφωσι, δηλαδή την αληθινή ανθρώπινη μορφή.

Στα άγια Μυστήρια και την θεία Λειτουργία η ένωσις Θεού και ανθρώπου διά του Κυρίου Ιησού Χριστού γίνεται κοινωνία ζωής, ανάστασις, μεταμόρφωσις, Χρι­στοποίησις και Θέωσις του ανθρώπου. Το κατ’ εικόνα ενεργοποιείται και ο πιστός και αγωνιζόμενος άνθρωπος θεώνεται. Η θέωσις δεν είναι ιδεαλιστικός πόθος αλλά πραγματικότης.

Πρώτη εθεώθη η Υπεραγία Θεοτόκος. Κατά τους θεο­λόγους μας αυτή μοναχή ευρίσκεται μεθόριον αναμεταξύ της κτιστής και ακτίστου φύσεως· αυτή μόνη είναι Θεός άμεσος μετά τον Θεόν και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος (Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου Αόρατος Πόλεμος, σελ. 119).

Εθεώθησαν επίσης οι άγιοι έχοντες τον θείον έρω­τα. Όλοι οι άγιοι ζουν τον λόγο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. «Ο εμός έρως εσταύρωται» (Προς Ρωμ. VII). Η σχέσις των αγίων με τον Θεό είναι ερωτική και όχι απλώς ηθική. Η χάρις της θεώσεως λάμπει στα πρόσωπα των αγίων και φανερώνεται στα θεωμένα σώματά τους που ευωδιάζουν, μυροβλύζουν, μένουν άφθαρτα και θαυματουρ­γούν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο χώρος και η κοι­νωνία της θεώσεως.

Ό,τι γίνεται μέσα στην Ορθοδοξία είναι θεωτικό. Οι άγιες ορθόδοξες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων και όλος ο διάκοσμος των ορθοδόξων εκκλησιών μας, φανερώνουν ότι όντως «άνθρωπος γέγονε Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται». Η θέωσις είναι δυνατή γιατί η Χάρις είναι άκτιστος και θεία ενέργεια και έτσι ημπορεί να θεώνη τον άνθρωπο. Την θέωσι ενεργεί ο Θεός και πάσχει ο άνθρωπος. Ο θεούμενος άνθρωπος καθαιρόμενος από τα πάθη και σχολάζων στην καρδιακή προσευχή λαμβάνει εμπειρία της θείας Χάριτος και έτσι αναπαύεται, παρηγορείται. Υψίστη εμπειρία της θεώσεως είναι η θέα του Θαβωρίου Ακτίστου φωτός, το οποίον οι θεωμένοι άνθρωποι όχι μόνον βλέπουν υπερφυώς, αλλά και βλέπονται μέσα σ’ αυτό όπως μαρτυρείται στον βίο του αγίου Βασιλείου (Γρ. Νύσ. Επιτ. Μ. Βασ. P.G. 46, 809 C).

Όλα αυτά πιστεύω ότι έχουν μεγάλη σημασία για την ανθρωπολογία και την παιδεία. Όταν ο δυναμισμός του ανθρώπου δεν προσανατολισθή στην ορθή του κατεύθυνσι προς τον Πλάστη και Πατέρα του τότε εκδηλώνεται αρνητικά. Το τριμερές της ψυχής διασπάται. Ο νους σκοτίζεται. Ο άνθρωπος τρέφεται με τα πάθη, σκληρύνεται, θηριοποιείται και δαιμονοποιείται. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά «Νους αποστάς του Θε­ού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης, και των όρων αποστατήσας της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων και κόρον φιλοκερδίας ουκ οίδε, ταις σαρκικαίς επιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί, και μέτρον ηδονής ου γινώσκει» (Ομιλία 51, 6, Έκδ. Οικονόμου, σ. 114). Ο άνθρωπος εκπίπτει στο μηδέν που τελικά τον κατατρώγει. Το ανθρώπινο πρόσωπο διαλύεται και αποδιοργανώνεται. Η ζωή γίνεται κόλασις. Η ελευθερία άγχος. Οι άλλοι άνθρωποι απειλή. Η μοίρα του ανθρώπου τρα­γική και αδιέξοδη.

Το λάθος των συγχρόνων ουμανισμών, όλων των αποχρώσεων, είναι ότι προσπαθούν να κάνουν τον άνθρωπο να ξεχάση την θεία καταγωγή του και τον θείο προορισμό του, τον εικονικό του χαρακτήρα. Εν ονόματι της προόδου, του πολιτισμού, της δικαιοσύνης, τον φυλακίζουν στο φθαρτό, στο πρόσκαιρο, στο μά­ταιο, στο πεπερασμένο. Του κόβουν τα φτερά. Προσπα­θούν να στρέψουν τον θείο δυναμισμό του και την ερω­τική του δίψα σε δραστηριότητες εγκόσμιες, όχι ίσως κακές, αλλά ανεπαρκείς και περιορισμένες για να πλη­ρώσουν τον θεόπλαστο άνθρωπο και θεούμενο ζώον. Προσπαθούν επίσης να τον πείσουν ότι ο άνθρωπος είναι αυτοθεός, αυτόνομος, αυτάρκης, αυτοολοκληρούμενος. Πρόκειται δηλαδή για την ίδια την αμαρτία του Αδάμ, την αυτοθέωσι, τον εγωισμό. Εδώ βρίσκεται η ουσία της εκκοσμικευμένης φιλοσοφίας, ηθικής, πολι­τικής. Αυτή η φιλοσοφία υπόκειται και στην προσπά­θεια οργανώσεως της ζωής έξω από την Εκκλησία, απαρχή της οποίας είναι ο πολιτικός γάμος. Η εκκοσμίκευσις είναι προϊόν του δυτικού αθεϊσμού, που σαν αρρώστια αρχίζει να τρώη το σώμα του ορθοδόξου λα­ού μας. Το λυπηρό είναι ότι υπάρχουν σήμερα πολι­τικές φιλοσοφίες που όχι απλώς δεν καταπολεμούν ή ανέχονται την εκκοσμίκευσι που αλλοιώνει την ελληνορθόδοξο παράδοσι και ταυτότητά μας, αλλά και έχουν ως πρόγραμμα να την επιβάλουν στον λαό δυνα­μικά με τα μέσα επικοινωνίας.

Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι και από εμάς γίνε­ται κάποτε ένα λάθος. Η ορθόδοξος αγωγή της θεώσε­ως κάτω από την επίδρασι του δυτικού χριστιανισμού αντικαθίσταται από την αγωγή της ηθικής καλλιτερεύσεως. Η αγωγή της ηθικής καλλιτερεύσεως ή της φυ­σικής και ηθικής θεώσεως, είναι ανθρωποκεντρική, ακόμη και όταν έχη θρησκευτικό χαρακτήρα, δεν διαφέρει ουσιωδώς από τις ηθικές αγωγές των αθέων ουμανισμών, δεν είναι εκκλησιαστική ούτε λειτουργική, δεν αναδεικνύει θεωμένους ανθρώπους, αλλά «καθώς - πρέ­πει» μικροαστούς χριστιανούς, βασίζεται στην ανθρωπίνη ηθική δραστηριότητα και όχι στην ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δεν εξάγει τον άνθρωπο από τον εγωκεντρισμό, δεν του παρέχει την εμπειρία της θείας Χάριτος, δεν του μεταδίδει τον θείο έρωτα, δεν τον βοηθεί να προχωρήση στην αληθινή προσευχή και κοινωνία με τον Θεό.

Αυτή την αγωγή εκπροσωπούσε ο δυτικός Βαρλαάμ και κατά της αγωγής αυτής αγωνίσθηκε ο Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο Βαρ­λαάμ εκδιώχθηκε τότε από τον Ορθόδοξο χώρο, αλλά επέστρεψε μετά μέσω ισχυρών δυτικών θεολογικών ρευ­μάτων που ενέσκηψαν στην χώρα μας μετά το 1821.

Σήμερα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την σημα­ντική διαφορά και αντίθεσι των δύο ανθρωπολογιών και αγωγών. Αυτής που εκπροσωπεί ο Βαρλαάμ και αυτής που εκπροσωπεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Φι­λοκαλία.

Όταν οι νέοι μας σήμερα ξυπνούν από τον λήθαργο του ευδαιμονισμού, και των ουμανιστικών αυταπατών, περιπλανώνται και ζητούν να βρουν κάπου ανάπαυσι. Ένας ηθικιστικός χριστιανισμός δεν τους προσφέρει την ανάπαυσι αυτή γιατί η ψυχή τους διψά για προσω­πική συνάντησι και εμπειρία του Θεού, για μυστική ερωτική ζωή και γνησιότητα. Εάν δεν γνωρίσουν την αληθινή Ορθοδοξία, την μυστική Θεολογία, την γνησία Παράδοσι και ευσέβειά μας, καταφεύγουν στους ανατολικούς μυστικισμούς ή ζητούν υπερβατικές εμπειρίες στους τεχνητούς παραδείσους των ναρκωτικών ή στον αποκρυφισμό. Το ανικανοποίητο των νέων ανθρώπων πρέπει να μας προβληματίση για την ποιότητα της προσφερομένης από μας διδαχής και αγωγής.



Β' ΜΕΘΟΔΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΓΩΓΗΣ



Ελέχθησαν ήδη παρεμπιπτόντως αρκετά σχετικά με την μέθοδο της ορθοδόξου αγωγής, που πρέπει όμως εδώ να συμπληρώσουμε.

Ο παιδαγωγός Χριστός μας υποδεικνύει και την ορθή μέθοδο της αγωγής. Αυτή την μέθοδο συνοψίζει ο Άγιος Βασίλειος στην αναφορά της Λειτουργίας του «... αλλά Θεός ων προαιώνιος, επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη· και εκ Παρθένου αγίας σαρκωθείς, εκένωσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών, σύμμορφος γενόμενος τω σώματι της ταπεινώσεως ημών, ίνα ημάς συμμόρφους ποιήση της εικόνος της δόξης αυτού».

Ο Υιός του Θεού ως παιδαγωγός μας, μας σώζει με την άφατο και ανερμήνευτο κένωσί Του. Έκαμε ιδική Του κάθε ιδική μας έλλειψι για να την μεταβάλλη σε πλήρωμα.

Ο ορθόδοξος παιδαγωγός συμμερίζεται την ταπείνωσι του Χριστού. Δεν προβάλλει τον εαυτό του ως ηθικό πρότυπο, αλλά τον Χριστό και τους αγίους. Δεν προβάλλει επίσης την ιδική του θεολογία, αλλά την θεο­λογία της Εκκλησίας, την θεολογία των αγίων Συνόδων και των αγίων Πατέρων. Την θεολογία των εμπειριών των αγίων. Έτσι θεολογεί αλιευτικά και όχι αριστοτελικά (Αγ· Γρηγ. Θεολ. λογ. ΚΓ' 18). Θεολογική του μέθοδος είναι το «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι». Κρύβει τον εαυτό του για να φανερώση τον Χριστό. Ως νυμφαγωγός κατευθύνει την νύμφη Ψυχή στον Νυμφίο Χριστό.

Η ταπείνωσις είναι βάσις της ορθοδόξου ζωής και ήθους, του ορθοδόξου φρονήματος, της ορθοδόξου ευσεβείας, της ορθοδόξου τέχνης (ζωγραφικής, αρχιτεκτο­νικής, μουσικής), της ορθοδόξου θεολογίας. Η ταπείνωσις τα κάνει όλα αυτά ορθόδοξα, δηλαδή θεανθρωποκε­ντρικά. Ο ορθόδοξος λαός μας μέσα στην Ορθοδοξία εδιδάχθη την αγία ορθόδοξο ταπείνωσι ως τρόπο ζωής.

Οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας ήσαν επίσης όλοι ταπεινοί, από τους αγίους αποστόλους μέχρι τον νεοφανή άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως.

Ο ταπεινός ορθόδοξος παιδαγωγός δεν αισθάνεται ούτε προβάλλει τον εαυτό του ως ανώτερο από τους παιδαγωγουμένους διότι βλέπει τον εαυτό του ως τον αμαρτωλότερο όλων. Σέβεται και δεν βιάζει την ελευθερία του παιδαγωγουμένου. Η ταπείνωσις του χαρίζει και την διάκρισι, την υψίστη των αρετών κατά τους Πα­τέρας, με την οποία διακρίνει την πρέπουσα στον κάθε άνθρωπο πνευματική μεταχείρισι. Έχοντας το ταπεινό Εκκλησιαστικό φρόνημα όχι μόνον διδάσκει, αλλά και διδάσκεται από τους μαθητάς. Βασίζει το παιδαγωγικό του έργο στην προσευχή, με την οποία συνεχώς ζητά την Χάρι του Θεού να φωτίζη και αλλοιώνη αυτόν και τους μαθητάς του με την καλή και θεοπρεπή αλλοίωσι και ο ίδιος να μη στέκεται εμπόδιο στο έργο της Θείας Χάριτος στους παιδαγωγουμένους.

Όσο πιστεύουμε στον εαυτό μας, στην ηθική μας, στην μόρφωσί μας, στην πείρα μας, στην ευφυία μας, εμποδίζουμε την Χάρι του Θεού να ενεργήση στους παιδαγωγουμένους μας. Το λάθος που κάνουμε συνήθως στην περίπτωσι αυτή, όσοι ασκούμε ποιμαντικό ή παι­δαγωγικό έργο είναι ότι προσπαθούμε να κάνουμε τους ποιμαινομένους και παιδαγωγουμένους Χριστιανούς ξε­χνώντας ότι εμείς πρώτα έχουμε ανάγκη να γινόμεθα Χριστιανοί. Αυτή η αυτάρκεια οδηγεί και στην πνευμα­τική και παιδαγωγική μας αποτυχία. Εάν οι ίδιοι δεν ζούμε την σωστή και ορθόδοξο πνευματική ζωή και δεν απεκδυόμεθα «τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού» ενδυόμενοι «τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. γ' 10), ούτε η θεολογία μας ούτε η ποιμαντική μας και η παιδαγωγική μας θα είναι ορθόδοξος και καρποφόρος. Γι’ αυτόν τον λόγο ο κατ’ εξοχήν μιμητής του παιδαγωγού Χριστού θείος Παύλος έτρεχε και εδίωκε «κατά σκοπόν επί το βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιππ. γ' 14) υποπιάζων και δουλαγωγών το σώμα «μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος» γένηται (Α' Κορ. θ' 27).





Γ. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ



Η ελληνορθόδοξος αγωγή και ανθρωπολογία δεν είναι μία ατομική μας άποψις, που θέλουμε να επιβάλουμε στην παιδεία για λόγους προσωπικής τακτοποιήσεως. Δεν είναι ακόμη η έκφρασις ενός μικροαστικού χριστιανι­σμού, που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για την στήριξι ωρισμένων ανελευθέρων και αδίκων καθεστώτων.

Η ελληνορθόδοξος παιδεία μας είναι η παιδεία των αρχαίων Ελλήνων, που προσλαμβάνεται από τον Χρι­στό, μεταμορφώνεται και γίνεται η εν Χριστώ παιδεία του ανθρώπου. Ο Παιδαγωγός του Κλήμεντος είναι χα­ρακτηριστικός αυτής της προσλήψεως και μεταμορφώσεως της αρχαίας ελληνικής παιδείας στην καινή κτίσι του Χριστού.

Ο λαός μας είναι ελληνορθόδοξος. Δεν αρνήθηκε ό,τι καλό είχε ο Όμηρος, ο Πλάτων, οι αρχαίοι σοφοί. Τους είδε ως προδρόμους του Χριστού, και ως φορείς του σπερματικού λόγου. Οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί μέχρι σήμερα εικονίζονται στους νάρθηκες των παλαιών αγιορειτικών Καθολικών. Αυτή η συνέχεια βιώθηκε στο Ελληνορθόδοξο Βυζάντιο και την ελληνορθόδοξο Ρωμηοσύνη. Απ’ αυτή την παιδεία κυοφορήθηκαν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, η Αγία Σοφία, η πνευματικωτάτη βυζαντινή αγιογραφία, Αρχιτεκτονική, υμνολογία, μουσική.

Αυτή η παιδεία διέσωσε το γένος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ανέδειξε μεγάλους διδασκάλους. Αυτής της παιδείας απόστολος ήταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Αμή δεν είναι καλά να βάλετε όλοι σας να κάμετε ένα ρεφενέ, να βάλετε και επιτρόπους να το κυ­βερνούν το σχολείον, να βάνουν διδάσκαλον να μανθά­νουν όλα τα παιδιά και πλούσια και πτωχά χωρίς να πληρώνουν; Διατί από το σχολείον μανθάνομεν το κατά δύναμιν τι είναι δαίμονες, τι είναι Παράδεισος, τι είναι Κόλασις, τι είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μαν­θάνομεν τι είναι αγία Κοινωνία, τι είναι βάπτισμα, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, ο τίμιος Γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνο­μεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκό­τος. Καλύτερα να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυ­χήν, το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια. Ανίσως και δεν ήτανε σχολεία, που ήθελα εγώ να μάθω να σας διδάσκω;» (Ιωάννου Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές και βιογραφία, σ. 142).

Αυτή την παιδεία ήθελαν και γι’ αυτή την παιδεία αγωνίστηκαν όλοι οι αείμνηστοι πατέρες και ήρωες του νέου ελληνισμού με κορυφαίο τον ελληνορθόδοξο Μακρυγιάννη. Ο έλεγχος του Μακρυγιάννη πρός τον Όθωνα και τους βαυαρούς είναι συγχρόνως έλεγχος προς όλους τους κατά καιρούς ηγέτας μας που θέλουν να αλλοιώσουν το ορθόδοξο φρόνημα του λαού μας.

«Εκείνοι (οι γενναίοι άνδρες που ελευθέρωσαν την πατρίδα) θέλουν νάχουν την θρησκεία τους και να δοξά­ζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγε­στε κι εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφήνετε ελεύθερους εις τα αιστήματά τους... Όχι να κάθεσαι εσύ ένας μεγάλος βασιλέας, και να καταγένεσαι ν’ αλλαξοπιστήσης μια χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοι­νωνίαν. Εκείνος όπου τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Τώρα ο Θεός ο δίκιος και Παντοδύναμος, οπού ορίζει κ’ εσένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέ­λει να δοξάζεται απ’ αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως κι ανατολικώς, καθώς οι εδικοί σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς... και καταγίνεται ο βασιλέας να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των πα­λιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι αλλονών πολλών, οπού θυσιάσαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι’ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι’ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα» (Απομνημονεύματα, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1977, σ. 479).

Αυτή η παιδεία είναι ζυμωμένη με την ψυχή του λαού μας όπως φαίνεται στα δημοτικά μας τραγούδια, τα ορθόδοξα ήθη και έθιμα, τα αισθήματα του λαού.

Ο ορθόδοξος λαός μας παρά την φθορά που υφίσταται παραμένει ακόμη ελληνορθόδοξος, όπως φαίνεται από την αθρόα συρροή του στα ελληνορθόδοξα Πανη­γύρια, στο Άγιον Όρος …

Αυτή την παιδεία έχει ανάγκη κατ’ εξοχήν ο σύγχρο­νος Έλληνας για πολλούς λόγους. Για να διατηρήση την ελληνορθόδοξο ταυτότητά του μέσα στη χοάνη του συγχρόνου συγκρητισμού, για να βρη την εσωτερική ισορροπία του μέσα σ’ ένα κόσμο διεσπασμένο, συγκε­χυμένο και μονόπλευρα ρέποντα στον υλισμό, στην τεχνοκρατία και στην μαζοποίηση του ανθρώπου, για να διαλεχθή δημιουργικά με το παρόν προσφέροντας και αξιοποιώντας τον πλούτο της ελληνορθοδόξου Παραδόσεως.

Καμμία αλλαγή για το καλλίτερο στον τόπο μας δεν θα επιζήση εάν δεν θεμελιώνεται πνευματικά στην Ελληνορθόδοξο Παράδοσί μας, που όχι μόνο στατική δεν είναι, αλλά έχει την δύναμι να γονιμοποιή όλες τις ιστορικές μας περιόδους.

Αυτή την παιδεία με ταπείνωσι πρέπει να ζητήσουμε οι νεοέλληνες και αυτή την παιδεία να προσφέρουμε όχι μόνο με τα σχολεία μας αλλά και με το ραδιόφωνο, την τηλεόρασι, τον τύπο.

Οι πολιτικοί μας που θα έχουν την σοφία να μαθητεύ­σουν ταπεινά στην Παράδοσί μας και να εκφράσουν με το πολιτικό τους έργο αυτή την Παράδοσι, θα προσφέρουν ό,τι πράγματι έχει ανάγκη ο ελληνορθόδοξος λαός μας.

Είναι πολύ σημαντικά και αξιοπρόσεκτα όσα είπε ο Διονύσιος Σαββόπουλος σε συνέντευξί του όπου, αφού επρότεινε την αποκέντρωσι και την δημιουργία πόλεων με πληθυσμό όχι περισσότερο από 100.000, ετόνισε: «Και δεν φθάνει αυτό. Αυτό είναι για το οργανωτικό μέρος μόνο. Πρέπει επίσης η κάθε πόλι να είναι συνδεδεμένη με κάτι το υπερβατικό, για να μπορεί να τη βρίσκει, και νάναι σαν παραμυθένια, κι αυτό το κάτι, ό,τι και νάναι, δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία, που υπήρξε η πνευματική μας προϋπόθεση για αιώνες. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Πρέπει να μπορούμε να μιλάμε με την Εκκλησία χωρίς κουλτουριάρικα κόμπλεξ και ανόητες απορρίψεις. Δεν πρέπει, σας παρακαλώ ο λεγό­μενος πνευματικός άνθρωπος να συναντηθεί με ό,τι παραμύθιασε τους παππούδες του; Πιστεύω πως αν δεν το κάνει είναι προκατειλημμέ­νος και ρηχός, και τελικά ανίκανος να συναντηθεί με τους άλλους ανθρώπους εν γένει» (Εφημ. Εγνατία, 14.9.81).

Ζωντανός μάρτυς αυτής της Παραδόσεως και παιδεί­ας πρέπει να είναι κάθε πιστός κληρικός και λαϊκός. Ιδιαίτερα ο θεολόγος μέσα στα Σχολεία έχει την αποστολή να προσφέρη την μαρτυρία αυτή στα νιάτα μας.

Το έργο είναι δύσκολο και πολλές φορές σταυρικό γιατί πρέπει να σηκώση επάνω του την αντίδρασι του αθεϊσμού και της εκκοσμικεύσεως. Έτσι ο θεολόγος συμμετέχει στον Σταυρό του Χριστού που φέρει ζωή και ανάστασι στο λαό του. Στην σταυροαναστάσιμη αυτή μαρτυρία βρίσκεται και η γνησιότης της θεολογικής προσφοράς. Ο ορθόδοξος θεολόγος γρηγορεί ώστε η μαρτυρία του να είναι πράγματι ορθόδοξος. Όλοι γνω­ρίζουμε ότι την αθεΐα στην δύσι έφερε η παρερμηνεία του Ευαγγελίου από τον δυτικό χριστιανισμό. Δεν είναι υπερβολικό να ειπούμε ότι και η μανιώδης πολεμική που παρατηρείται σήμερα στον τόπο μας κατά της Εκκλη­σίας οφείλεται στις ξενόφερτες επιρροές στους δικούς μας πολιτικούς, διανοουμένους, δημοσιογράφους, που κακώς ταυτίζουν την Ορθοδοξία με τον δυτικό Χριστια­νισμό και μεταφέρουν αδίκως κατά της Εκκλησίας μας την δικαία αντίδρασι των δυτικών κατά της ιδικής των εκπεσούσης εκκλησίας.

Ο Μακρυγιάννης το είχε προσέξει και είχε διαμαρτυρηθή για τους διωγμούς κατά του ορθοδόξου Μοναχι­σμού, που κακώς εταυτίζετο με τον δυτικό μοναχισμό: «Διάλυσαν τα μοναστήρια· συμφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι’ όλα τα γερά εις το παζάρι· και τα ζωντανά για δίχως τίποτα... Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι κα­λόγεροι, όπου αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, όπου αυτά τα μοναστή­ρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου· ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλό­γεροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα.

Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες· και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι’ έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι’ ο τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολάτης Κωστάκης Σκινάς συνεφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών» (Απομνημονεύματα, σ. 364 - 365).

Ίσως στο να μη παρουσιάζεται η Ορθοδοξία ως μία ριζικά άλλη λύσι στα καίρια προβλήματα του ανθρώπου και στο να ταυτίζεται η ορθοδοξία με τον χρεωκοπημένο δυτικό Χριστιανισμό, έχουμε κι’ εμείς ευθύνη.

Πολλές φορές η θεολογία μας, η ευσέβειά μας και η ποιμαντική μας δυτικίζουν επικίνδυνα. Αλλ’ ο θεός των δυτικών δεν είναι ο Θεός των Ορθοδόξων και δεν ημπο­ρεί να γίνη δεκτός από κανένα άνθρωπο που διψά για καταξίωσι της ελευθερίας του.

Οφείλεται ακόμη και στις ιδικές μας προσωπικές αποτυχίες και αμαρτίες για τις οποίες πρέπει να έχουμε την ταπείνωσι να ζητήσουμε συγχώρησι από τον Θεό και από τον λαό του Θεού και να επανέλθουμε στην αποστολική απλότητα και παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο.

Δεν έχουν όμως καθόλου δίκηο όσοι επικαλούμενοι ωρισμένα λάθη και αποτυχίες ανθρώπων της Εκκλη­σίας κτυπούν την Εκκλησία και την ορθόδοξο παιδεία. Η Εκκλησία παρά τα τυχόν λάθη των εκπροσώπων της είναι ο μόνος χώρος θεώσεως των ανθρώπων. Οι ιδεολο­γίες παρά την ηθικοφανή συμπεριφορά των εκπροσώπων τους κολοβώνουν τον άνθρωπο και τον ευνουχίζουν πνευματικά.

Οι ιδεολογίες υπόσχονται απελευθέρωσι του ανθρώ­που, ενώ στην πραγματικότητα τον οδηγούν στις χειρό­τερες δουλείες. Όπως παρατηρεί ο παιδαγωγός Θεόδω­ρος Παπακωνσταντίνου: «Έτσι με την νοοτροπία του αδιακρίτου επαναστάτη δεν είναι δύσκολο να παρεκκλί­νουμε και να πέσουμε σε άλλους πιο αυταρχικούς τυ­ράννους... Στηριγμένη υπερβολικά στα δεκανίκια ψυχο­λογικών και κοινωνιολογικών θεωριών του συρμού η σύγχρονη Παιδαγωγική, ουσιαστικά, επιδιώκει συνήθως συμβιβασμούς και προσαρμογές, σε τελική ανάλυση ανελεύθερες. Βαυκαλίζεται με τα συνθήματα απελευθερώσεως και πρακτικά γίνεται συνένοχος σε διάφορες υποδουλώσεις· όπως λ.χ. η εν ονόματι της ψυχικής απελευθερώσεως από τα «ταμπού» έμμεση και υπό έλεγχο υποδούλωση στα πάθη, ή εν ονόματι της προόδου κατα­στροφή του περιβάλλοντος, ή εν ονόματι της συντριβής του κατεστημένου μαζοποίηση κ.τ.τ.» (Αναγκαίοι όροι της Νεοελλ. Παιδαγωγικής, «Παρουσία» τ. Α' 1982, σ. 77.).

Οι εκπρόσωποι των αθεϊστικών ιδεολογιών δεν είναι ειλικρινείς, όταν εν ονόματι της ελευθέρας απροσανατολίστου αγωγής ζητούν να απομακρύνουν την Εκκλη­σία από τα Σχολεία. Αλλά αγωγή χωρίς προσανατολι­σμό δεν είναι δυνατόν να υπάρξη. Απροσανατόλιστος και δήθεν αγωγή της ελευθέρας διακινήσεως των ιδεών σημαίνει κατά βάθος αντικατάστασι της ελληνορθοδόξου χριστιανικής παιδείας με την αθεϊστική υλιστική παιδεία για την δημιουργία ανθρωπίνων τύπων της αρεσκείας των.

Η Αγία μας Εκκλησία και ο ελληνορθόδοξος λαός μας πρέπει να εννοήσουν ότι τα πράγματα έχουν φθάσει σ’ ένα πολύ καίριο σημείο. Τώρα χρειάζεται μαρτυρία και ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως και της ελληνορθοδόξου Παραδόσεως του Λαού μας. Ευρισκόμεθα προ ενός νέου αρειανισμού, νέας εικονομαχίας, νέου βαρλααμισμού, νέου ιδεολογικού ολοκληρωτισμού, νέου απανθρώπου «ανθρωπισμού». Ούτε η μακρά και ζωηφόρος ελληνορθόδοξος Παράδοσις και ιστορία ούτε η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού που κατά βάθος παραμένει πι­στός στην Εκκλησία του, δίδουν το δικαίωμα αυτό σε οποιονδήποτε που μόνο με βιασμό της ιστορίας και της θελήσεως του λαού ημπορεί να προχωρήση στην αλλοίωσι της ελληνορθοδόξου συνειδήσεώς του, εγχείρημα που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αποτελεί «ύβριν» με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου.



Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα για τον άνθρωπο και τον ελληνισμό η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν πρέπει να περιορισθή και εξοβελισθή από την εθνική ζωή και την παιδεία μας, αλλά πρέπει να αναζητηθή και φανερωθή ως η μό­νη ελπίδα του νέου ελληνισμού και του ανθρώπου.

Στον τόπο που υπάρχουν ακόμη τόσοι μάρτυρες, τό­σα σύμβολα, τόσες μνήμες, της Καινής και χαριτωμένης εν Χριστώ ζωής, δεν θα έπρεπε να επιχειρήται να διαδοθή και επικρατήση ο βάρβαρος και απάνθρωπος αθεϊσμός του πεσόντος δυτικού ανθρώπου.

Η αθεΐα στον τόπο αυτό θα είναι «το βδέλυγμα της ερημώσεως, εστώς εν τόπω αγίω», (Ματθ. κδ' 15.) και «όπου ου δει» (Μαρκ. ιγ' 14).

Ο Θεός ας δώση την Χάρι Του σε όλους μας, στον ιερό Κλήρο και τον ευσεβή λαό να δείξουμε την δέουσα εγρήγορσι, πιστότητα, αγωνιστικότητα και μαρτυρία.









(Από το βιβλίο «Ορθοδοξία και Ουμανισμός - Ορθοδοξία και Παπισμός» Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2007)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου