Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Το τριαδικό δόγμα και η διατύπωσή του, κατά τον μέγα δογματολόγο μας π. Ιωάννη Ρωμανίδη





Αναμφίβολα, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, πως το δόγμα έχει συνδεθεί στις συνειδήσεις πιστών ή μη, με μία εκούσια ανελευθερία, ένα πειθαναγκασμό τής σκέψης σε δεδομένες αυθεντίες. Ερχόμενος όμως ο μακαριστός πατέρας Ρωμανίδης να ασχοληθεί με το τριαδικό δόγμα και τη διατύπωσή του, κάνει δυο τομές. Κατά πρώτον επισημαίνει, πως στην Ορθόδοξη Θεολογία, το δόγμα δεν συνεπάγεται ανελεύθερες δεσμεύσεις, αφού δεν αναφέρεται στη λογική και στη σκέψη, αλλά στην ζώσα εμπειρία των θεωμένων προφητών, αποστόλων, αγίων και πατέρων της Εκκλησίας και κατά δεύτερον πως η διδασκαλία για την Αγία Τριάδα περιτρέχει ολόκληρη όχι μόνο την Καινή Διαθήκη αλλά και αυτή την Παλαιά.

Ειδικότερα σημειώνει, πως αν κάποιος μελετήσει τα συγγράμματα των πατέρων τής Εκκλησίας μας κατά των Ιουδαίων και των Γνωστικών, αλλά και κυρίως την διδασκαλία του ίδιου του Χριστού και των αποστόλων, αβίαστα πείθεται πως το δόγμα της Αγίας Τριάδας είναι η όλη προϋπόθεση της διδασκαλίας του Χριστού και το βίωμα των θεωμένων φίλων Του. Διότι όπως ο Χριστός ή ο Άγγελος του Θεού, ή ο Κύριος της δόξας, ή ο Μεγάλος τής Βουλής Άγγελος ή ο Κύριος Σαβαώθ αποκάλυψε την άκτιστη φυσική δόξα Του και μέσω αυτής τον Θεό εν Πνεύματι στον Μωϋσή και τους προφήτες, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Ίδιος ο Χριστός αποκάλυψε στους αποστόλους τον Εαυτό του, διά της ανθρώπινης φύσης Του αλλά και με την φυσική δόξα και Θεότητα την οποία είχε πάντοτε από τον Πατέρα του, πριν την δημιουργία του κόσμου. Έτσι για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει την Καινή Διαθήκη, οφείλει να παραλληλίσει τις Θεοφάνειες αυτής με αυτές τής Παλαιάς. Όσοι δε και όποιοι θελήσουν να εκκινήσουν και να ασχοληθούν μόνο με τα λεγόμενα Μεσσιανικά χωρία τής Παλαιάς Διαθήκης ματαιοπονούν και δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ τους, την εν Χριστώ αποκάλυψη και την περί Αυτού μαρτυρία των θεωμένων προφητών, αποστόλων και αγίων.
Μελετώντας κάποιος επισταμένως την Παλαιά Διαθήκη, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει πως αυτή μαρτυρά ολοφάνερα την διάκριση των τριών Υποστάσεων της Αγίας Τριάδας, τονίζοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα της δόξας και Θεότητας που ενυπάρχει σε Αυτή. Γιατί μία είναι πάντοτε η αποκαλυφθείσα δόξα του Θεού και του Αγγέλου του Θεού, και συγχρόνως τα δύο πρόσωπα σαφώς διακρίνονται. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο η ίδια διδασκαλία και φανέρωση στους αποστόλους υπάρχει σε όλη την Καινή Διαθήκη με την μόνη διαφορά ότι επικρατεί σ’ αυτή ο Θεός να λέγεται Πατέρας, και ο Κύριος ή Άγγελος της δόξας να λέγεται Λόγος και Υιός του Θεού, όσον αφορά την Θεία φύση Του, και Χριστός και Υιός του ανθρώπου και του Δαβίδ, όσον αφορά την ανθρώπινη φύση Του.
Αντί του όρου Λόγος του Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος αρέσκεται να χρησιμοποιεί στις επιστολές του – όσον αφορά τον Χριστό – τον όρο Σοφία και Εικόνα του αοράτου Θεού. Τα νοήματα όμως είναι ακριβώς τα ίδια, με την μόνη διαφορά, πως η ορολογία του Παύλου έχει σαφή προηγούμενα στη Σοφία Σολομώντος, ενώ του Ευαγγελιστή Ιωάννη στις Παροιμίες. Πρέπει να ληφθεί υπόψη επίσης, πως κάποιος παραλληλισμός υπάρχει μεταξύ του Ευαγγελιστή Ιωάννη, του Παύλου και του Φίλωνα του Ιουδαίου όσον αφορά την ταύτιση του Λόγου και της Σοφίας και Εικόνας του Θεού μετά του Αγγέλου και Κυρίου της δόξας που εμφανίστηκε στους προφήτες. (Περισσότερα για τον Φίλωνα, βλέπε ΦΙΛΩΝ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ: ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ)
Αναλύοντας τώρα τους όρους που αναφέρονται στο πρόσωπο του Χριστού, οφείλουμε να πούμε πως ο όρος Λόγος του Θεού αναφέρεται στην εξαγγελτική ενέργεια της αποστολής του Λόγου από τον Θεό και ισοδυναμεί με τον όρο Άγγελος του Θεού της Πεντατεύχου και των Προφητών. Ο όρος Εικόνα του Θεού αναφέρεται στο ορατικό. Ο όρος Σοφία στο νου, στη κατανόηση και τον φωτισμό. Οι τρεις αυτοί όροι μαζί αποδίδονται επανειλημμένα με τα ρήματα “ακηκόαμεν”, “οίδαμεν” και “είδαμεν” ή “εωράκαμεν”.       
Όλα αυτά πάντοτε έχουν διπλή σημασία και αναφέρονται ή στα έργα του Χριστού τα οποία φανερώνουν την άκτιστη δόξα και Θεότητα Του που είναι κρυμμένη στη σάρκα Του, ή στην άμεσο φανέρωση της φυσικής δόξας και Θεότητας Του κατά την στιγμή της Θέωσης κάποιου.
Το βιβλικό σχήμα της αποκάλυψης φαίνεται καθαρά από το γεγονός, πως ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του διά του Αγγέλου Του. Γιατί μέσω Αυτού γίνεται ορατός και ακουστός, φανερώνοντας τον Εαυτό Του και μιλώντας στους προφήτες, με αποτέλεσμα αυτός που ακούει τον Άγγελο ακούει τον Θεό και αυτός που βλέπει τον Άγγελο βλέπει τον Θεό. Ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννη έχει ως προϋπόθεση τα παραπάνω για την αποκάλυψη του Θεού διά του Κυρίου της δόξας στην Παλαιά Διαθήκη, ταυτίζοντας κατά σαφή τρόπο τον Χριστό με τον Αποκαλύπτοντα τον Θεό στους προφήτες. Άλλωστε, τι άλλο νόημα μπορεί να υπονοούν τα παρακάτω λόγια που είναι διεσπαρμένα στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «αυτά είπε ο Ησαΐας όταν είδε την δόξα του, και λάλησε περί αυτού … ο Ιησούς κραύγασε και είπε˙ αυτός που πιστεύει σε μένα δεν πιστεύει σε μένα αλλά σε αυτόν που με έστειλε, και αυτός που με βλέπει, βλέπει αυτόν που με έστειλε … ο δεχόμενος εμένα δέχεται αυτόν που με έστειλε … αυτός που με βλέπει, βλέπει τον πατέρα … τώρα δε με έχουν δει και με έχουν μισήσει και εμένα και τον πατέρα μου … και αυτά κάνουν διότι δεν γνώρισαν τον πατέρα ούτε εμένα;». Επιπροσθέτως των όσων αναφέραμε παραπάνω, οι βιβλικές περιγραφές του βαπτίσματος και της μεταμόρφωσης του Χριστού είναι σαφώς αποκαλύψεις της μίας κατά πάντα φυσικής δόξας και Θεότητας του Χριστού, του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος.
Πάντως και από την Παλαιά  και από την Καινή Διαθήκη καθίσταται ολοφάνερη και σαφέστατη η διάκριση ή και η διαφορά των δύο προσώπων ή υποστάσεων του Θεού και του Λόγου Του, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται και σαφώς η ομοιότητα Αυτών, δηλαδή το γεγονός πως ο Λόγος είναι κατά πάντα όμοιος και απαράλλακτος Εικόνα του Αρχέτυπου Θεού Πατέρα.
Βέβαια για να μπορέσει κατανοήσει κάποιος όλα αυτά μέσα στα ορθά πλαίσια τους, οφείλει να έχει πάντα υπόψη του την ουσιαστική διαφορά που υφίσταται στη διδασκαλία των προφητών μεταξύ κτιστού (= δημιουργημένου) και ακτίστου (= αδημιούργητου), και πως ουδεμία ομοιότητα είναι δυνατόν να υπάρξει μεταξύ αυτών των δύο. Συνεπώς το γεγονός πως ο Λόγος είναι απαράλλακτη Εικόνα του Αρχέτυπου Θεού Πατέρα, ώστε αυτοί που βλέπουν τον Χριστό βλέπουν τον Πατέρα και αυτοί που ακούνε τον Χριστό ακούνε τον Πατέρα και αυτοί που γνωρίζουν τον Χριστό γνωρίζουν τον Πατέρα, το μόνο που μπορεί να σημαίνει είναι ένα πράγμα, πως ο Λόγος είναι και Αυτός αδημιούργητος και Θεός κατά φύση όπως ακριβώς και ο Πατέρας.
Η κατά πάντα και απόλυτη ομοιότητα μεταξύ του Πατέρα και του Υιού σημαίνει επίσης, πως ό,τι έχει ο Πατέρας έχει και ο Υιός, επειδή ο Πατέρας ό,τι έχει το έδωσε και στον Υιό πριν την δημιουργία του κόσμου, εκτός μόνο από την Πατρότητα. Γιατί ο Υιός αντί της υποστατικής Πατρότητας έλαβε την υποστατική Υιότητα από την Πατρική υπόσταση. Εκτός λοιπόν της Υποστατικής ιδιότητας της Πατρότητας και αυτής της Υιότητας ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ του Πατέρα και του Υιού.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το Πνεύμα το Άγιο. Σύμφωνα με την σαφή διδασκαλία του Χριστού ο άλλος Παράκλητος είναι διαφορετικό πρόσωπο ή διαφορετική υπόσταση από τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά όμοιος κατά πάντα και Αυτός με τον Πατέρα και τον Υιό. Ό, τι δηλαδή έχει κοινό ο Πατέρας και ο Υιός έχει και το Πνεύμα το Άγιο.
Επομένως κατά την διδασκαλία της Αγίας Γραφής υπάρχουν στο Θεό
1.   τα κοινά και
2.   τα ακοινώτητα
δηλαδή
1.   οι ακοινώνητες υποστατικές ιδιότητες
2.   η κοινή ουσία
3.   η κοινή φυσική ενέργεια

Όλα αυτά που αφορούν το Θεό μας είναι γνωστά 1. με την φανέρωση της δόξας του Χριστού και των λόγων Του απευθείας στους Θεωμένους, που όμως δεν μπορούν να εκφρασθούν με ανθρώπινα λόγια και 2. μέσω της διδασκαλίας και των έργων του Χριστού, των προφητών και των αποστόλων.
Το δόγμα για την Αγία Τριάδα και για την ενσάρκωση του Λόγου έγινε γνωστό στους προφήτες και στους αποστόλους διά της φυσικής δόξας και θεότητας του Χριστού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Οι Θεωμένοι αυτοί άγιοι, μας έκαναν γνωστό 1. το αδημιούργητο της Αγίας Τριάδας και της ουσίας και των ενεργειών Αυτής 2. το ακοινώνητο των ιδιοτήτων της Αγίας Τριάδας και 3. το κοινό της θείας φύσης που όμως είναι απρόσιτη και άγνωστη στα δημιουργήματα˙ και τις μεθεκτές ενέργειες (= τις ενέργειες που γίνονται αντιληπτές από τα δημιουργήματα) της Αγίας Τριάδας. Με άλλα λόγια η εμπειρία της θεώσεως των αγίων και κατ’ εξοχήν την ημέρα της Πεντηκοστής, τους δίδαξε όλα αυτά και συνεχίζει να τα διδάσκει στους Θεωμένους της Ιερής Παράδοσης μέχρι την συντέλεια των αιώνων, όταν όλοι οι σωσμένοι και με διαφορετικό τρόπο οι κολασμένοι γνωρίσουν την αλήθεια αυτή των Θεωμένων.
Αξίζει να τονιστεί, κάτι που σήμερα οι περισσότεροι το αγνοούν ή το προσπερνούν “ελαφρά τη καρδία”, πως τα δόγματα αυτά που έγιναν γνωστά στους Θεωμένους πέρα και πάνω από την νόηση, στις χριστιανικές κοινότητες των πρώτων χριστιανικών χρόνων θεωρούνταν πως ανήκουν στην τάξη των μυστηρίων και δεν διδάσκονταν παρά μόνο σ’ αυτούς που επρόκειτο να ασπασθούν την χριστιανική πίστη και ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του κάθε ανθρώπου.
Έτσι η Παλαιά Διαθήκη και τα “Συνοπτικά Ευαγγέλια” (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά), χρησιμοποιούνταν στην κατήχηση των “κατηχουμένων” αυτών δηλαδή που δεν είχαν βαπτιστεί ακόμα, και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη χρησίμευε για την ολοκλήρωση της κατήχησης μετά το βάπτισμα και την καθοδήγηση των νεοφωτίστων στον φωτισμό και την θέωση.
Και στο σημείο αυτό, ο μακαριστός πατέρας Ρωμανίδης, κάνει μια καταλυτική παρέμβαση, λέγοντας πως ούτε οι προφήτες, ούτε ο Χριστός, ούτε οι απόστολοι, ούτε οι άγιοι Πατέρες είχαν την μέθοδο των συγχρόνων Χριστιανών και Θεολόγων – δεν εξαιρείται φυσικά και υποφαινόμενος συγγράφων – να εξαγγέλουν και να συζητούν με οποιονδήποτε, οπουδήποτε, οτεδήποτε, και ό,τιδήποτε για τα μυστήρια της πίστης. Αυτό σημαίνει πως δεν έγραφαν όλα όσα γνώριζαν, αλλά όσα χρειάζονταν και οπωσδήποτε ανάλογα με τις ανάγκες και την πνευματική κατάσταση των ακροατών και αναγνωστών. Λόγου χάρη γράφει γι’ αυτό το ζήτημα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν είναι για τον καθένα … το να φιλοσοφεί για το Θεό … ούτε πάντοτε, ούτε για όλους, ούτε για όλα, αλλά όταν είναι, και για τους οποίους, και εφ’ όσον». Και ο Μέγας Αθανάσιος γράφοντας κατά των Αρειανών τους επιτιμά γιατί προδίδουν τα μυστήρια στους άσχετους «και δεν ντρέπονται να διηγούνται αυτά τα μυστήρια στους κατηχούμενους, και το χειρότερο, στους Έλληνες (= ειδωλολάτρες) …  δεν πρέπει να απαγγέλονται τα μυστήρια στους αμύητους, για να μην γελούν οι Έλληνες (= ειδωλολάτρες) επειδή τα αγνοούν, οι δε κατηχούμενοι να σκανδαλίζονται από περιέργεια».     
Έτσι το δόγμα για την Αγία Τριάδα υπάρχει σαφώς στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά με την προϋπόθεση πως κάποιος την διαβάζει ορθά με την χάρη της θέωσης και βλέπει σ’ αυτή τον Χριστό ως Κύριο της δόξας και τοιουτοτρόπως καταλαβαίνει τι εννοεί ο Παύλος, όταν γράφει «σταύρωσαν τον Κύριο της δόξας». Το ότι οι προφήτες δεν γράφουν για την Αγία Τριάδα με την σαφήνεια της Καινής Διαθήκης, αυτό δεν σημαίνει πως δεν γνώριζαν ακριβώς και υπερνοητώς το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Επίσης το γεγονός πως η Αγία Γραφή δεν περιέχει τους όρους τρεις υποστάσεις, μία ουσία, ομοούσιος, φυσική και υποστατική ένωση, δύο φύσεις, μία υπόσταση, δύο ενέργειες, δύο θελήματα κ.λ.π. δεν σημαίνει πως η Εκκλησία οδηγήθηκε σε βαθύτερη από την Αγία Γραφή και τους αποστόλους και αρχαίους πατέρες κατανόηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και στη διατύπωση των δογμάτων, σαν συνέπεια τάχα μιας τέτοιας βαθύτερης κατανόησης.
Άλλωστε για τους πατέρες της Εκκλησίας, όταν λέμε δόγμα της Αγίας Τριάδας εννοούμε καθαρά και ξάστερα μόνο τις θεοφάνειες, και δεν είναι ούτε οι τρεις υποστάσεις, ούτε η μία ουσία, ούτε το ομοούσιος, τίποτα από αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι νοηματικά κριτήρια εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι ως γνωστόν πρώτοι τα χρησιμοποίησαν κατά των Ορθοδόξων. Ενδεικτικά να πούμε πως ο όρος ομοούσιος είναι αιρετικής προέλευσης, που του δόθηκε μετέπειτα ορθόδοξο νόημα, αφού πρώτος ο Άρειος χαρακτήρισε τον Υιό “αλλότριο … και ανόμοιο κατά πάντα τής του Πατρός ουσίας”.
Έχοντας λοιπόν υπόψη, πως το Τριαδικό δόγμα ξεπερνάει το λογικό και τον νου και πως γίνεται γνωστό μόνο δια της θέωσης και της πειθαρχίας των θεωμένων, είναι πλέον ξεκάθαρο πως η εξαγγελία των δογμάτων έχει καθαρά σωστικό και φωτιστικό σκοπό, κάτι που επιτυγχάνεται ανάλογα με την πνευματική κατάσταση και δεκτικότητα του διδασκόμενου. Όμως, ο διδασκόμενος πρέπει να πειστεί πρώτα για την γνησιότητα της αυθεντίας και θεοπνευστίας των θεωμένων προφητών, αποστόλων, και αγίων και να υπαχθεί σ’ αυτούς σαν πνευματικούς πατέρες και έτσι να μυηθεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση στα περί δογμάτων μυστήρια της πίστης. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε το “σύμβολο της πίστης” δίνονταν στους κατηχούμενους λίγο πριν το βάπτισμα για εκμάθηση και μόνο μετά το βάπτισμα κατηχούνταν ο νεοφώτιστος στα μυστήρια της Εκκλησίας με αποκλειστικό σκοπό όπως οδηγηθεί στη θέωση.
Αυτό λοιπόν σημαίνει, πως οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, ουδέποτε προορίζονταν να γίνουν αντικείμενα μελέτης από τους αβάπτιστους και όσους βρίσκονταν εκτός Εκκλησίας. Συνδυάζονταν το “σύμβολο της πίστης” με την τελική φάση της κατήχησης πριν το βάπτισμα.
Άξιο μνείας είναι και το γεγονός, πως το “σύμβολο της πίστης” και οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων δεν γίνονταν κτήμα των καταδικασθέντων από αυτές αιρετικούς, αφού άλλωστε και οι ίδιοι οι αιρετικοί τα απέρριπταν ως κακόδοξα. Συνεπώς, όπως ακριβώς η Αγία Γραφή, έτσι και τα εξαγγελθέντα δόγματα από τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους είναι αλάθητα και κατανοητά μόνο μέσα στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και μόνο μέσα σε Αυτή ερμηνεύονται τα βιώματα των θεωμένων αγίων, με απώτερο σκοπό την μίμηση των θεωμένων.
Πρέπει να τονιστεί λοιπόν, πως τα δόγματα της Ορθόδοξης πίστης δεν είναι, όπως φαντάζονται οι δυτικοί θεολόγοι, αποτελέσματα των δήθεν στοχαστικών προσπαθειών των θεολόγων της Εκκλησίας για την κατανόηση των μυστηρίων της πίστης, αλλά η Συνοδική κατοχύρωση από τους Άγιους Πατέρες τής ήδη αποκαλυφθείσης ολόκληρης αλήθειας κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής και η οποία έχει διδαχτεί από το Πανάγιο Πνεύμα στους θεωμένους.
Γράφει λοιπόν για όλα αυτά, επί λέξει, ο μακαριστός πατέρας Ρωμανίδης:
«Τα δόγματα της Εκκλησίας είναι τα αξιώματα που προέρχονται απ’ αυτήν την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού και της θεώσεως. Επομένως τα δόγματα δεν είναι αποτελέσματα στοχασμών, όπως νομίζουν οι δυτικοί θεολόγοι, οι ιστορικοί των δογμάτων και οι ημέτεροι που τους ακολουθούν.
Τα δόγματα δεν βγήκαν από στοχαστική προσπάθεια έξυπνων φιλοσοφούντων θεολόγων. Αλλά τα δόγματα είναι διατυπώσεις της διδασκαλίας της Εκκλησίας, τις οποίες έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας για να την προφυλάξουν από αιρέσεις. Διότι κάθε φορά που έγινε διατύπωση δόγματος, η διατύπωση έγινε εναντίον μιας συγκεκριμένης αιρέσεως.
Ουδέποτε η Εκκλησία συνήλθε για να διατυπώση δόγμα χάρη στη στοχαστική δεξιότητα των θεολόγων, οι οποίοι κάθονται στις έδρες των Πανεπιστημίων, για να στοχάζονται φιλοσοφικώς, κοινωνιολογικώς κ.λ.π. Ποτέ δεν έχει γίνει αυτό το πράγμα. Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, οσάκις ασχολήθηκαν με διατύπωση του δόγματος, ήσαν πάντοτε εναντίον μιας συγκεκριμένης αιρέσεως.
Αυτή είναι η ιστορική ακρίβεια και πραγματικότητα. Εξ επόψεως πατερικής παραδόσεως η διατύπωση δόγματος εναντίον αιρέσεως αήταν έκφραση του μυστηριακού βιώματος της Εκκλησίας. Διότι η αίρεση ήταν εναντίον της ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή ήταν κάτι αντίθετο προς την εμπειρία της Εκκλησίας. Δηλαδή αυτή η εμπειρία τι είναι; Είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Ό,τι συμφωνεί με αυτή την εμπειρία είναι Ορθοδοξία». (Από το εξαίρετο βιβλίο του μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερόθεου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος Α΄», που ασχολείται με τη ζωή και το έργο του π. Ρωμανίδη)      

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
1. Ιωάννη Ρωμανίδη «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος Α΄», Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1973
2. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερόθεου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος Α΄», Εκδόσεις Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου